GOOGLE SEARCH


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Μύθοι Νo3

Αυταρέσκεια
Ο σοφός Γιαν Τζι περνούσε με τους μαθητές του από την περιοχή Σουν και σταμάτησαν σ' ένα πανδοχείο. Ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου είχε δυο γυναίκες: μια όμορφη και μια άσχημη. Ο ιδιοκτήτης εκτιμούσε την άσχημη και αγνοούσε την όμορφη. Στην ερώτηση του Γιαν Τζι, ποια είναι η αιτία, ο ιδιοκτήτης απάντησε:
- Η όμορφη καμαρώνει τον εαυτό της, ενώ εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω πού είναι η ομορφιά της. Η άσχημη μειώνει τον εαυτό της, ενώ εγώ δεν βλέπω την ασχήμιά της.
Και ο Γιαν Τζι είπε στους μαθητές του:
- Να είστε πάντα σεμνοί. Διώξτε από μέσα σας την αυταρέσκεια και ο κόσμος θα σας αγαπάει και θα σας εκτιμάει, όπου και να βρεθείτε.*

Έντεκα ερωτήσεις
Ο Βούδας ανακοίνωνε πάντα όταν ερχότανε σε μια πόλη η χωριό:
- Σας παρακαλώ, μην κάνετε έντεκα ερωτήσεις που αφορούν τον Θεό, την ψυχή, το θάνατο, την αλήθεια…
Όταν τον ρωτούσανε "Γιατί;, εκείνος απαντούσε:
- Γιατί αυτές οι ερωτήσεις δεν έχουν απαντήσεις. Δεν είναι το θέμα, πως δεν γνωρίζω τις απαντήσεις. Πρώτον, δεν υπάρχει δυνατότητα να εκφράσεις με λόγια την ορθή απάντηση. Δεύτερον, η κατανόηση αυτών των εννοιών δεν σε κάνει άγιο, ούτε οδηγεί στη φώτιση. Τρίτον, αυτές οι ερωτήσεις γεννάνε θρησκείες οι οποίες εμποδίζουν να αφομοιώσεις την Αληθινή πραγματικότητα. Να ρωτήσετε για την οργή, για την τσιγκουνιά, για την προσκόλληση, για την μεταμόρφωση. Ρωτήστε, πώς να εγκαταλείψετε το νου, για χάρη του διαλογισμού…*

Ήττα στο σκάκι
Ένας άνθρωπος νόμιζε πως όταν έχανε παρτίδα στο σκάκι, ηττούνταν.
Μετά από μάθητεία δίπλα σε γνωστό δάσκαλο του ζεν, ο άνθρωπος κατάλαβε ότι γνώριζε την ήττα όταν κέρδιζε. Δεν ικανοποιήθηκε και μαθήτευσε άλλα δυο χρόνια δίπλα σε έναν μεγάλο σουφί και έμαθε πως εάν έχανε και έμενε ικανοποιημένος από την ήττα, τότε πραγματικά έχανε. Μετά, έφυγε για τα Ιμαλάια, όπου πήρε τρία χρόνια μαθήματα από έναν μεγάλο δάσκαλο της γιόγκα και έμαθε ότι εάν ο άνθρωπος κέρδιζε, αλλά ένιωθε τον εαυτό του ένοχο για την νίκη του, τότε ηττούνταν.*

Η δύναμη της αυθυποβολής
Ένας άνθρωπος πήγε καλεσμένος στο σπίτι του φίλου του. Όταν θέλησε να πιει το κρασί που του προσέφερε ο φίλος του, του φάνηκε ότι μέσα στο κρασοπότηρο είδε ένα μικρό φίδι. Μη θέλοντας να προσελκύσει την προσοχή του νοικοκύρη σ' αυτό το γεγονός, γενναία άδειασε το ποτήρι.
Επιστρέφοντας στο σπίτι ένιωσε φοβερούς πόνους στο στομάχι. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε από τα διάφορα φάρμακα που του έδωσε ο γιατρός και ο άνθρωπος ένιωσε πως θα πεθάνει.
Ο φίλος του ενημερώθηκε για την κατάσταση του και ξανά τον προσκάλεσε στο σπίτι του. Τον έβαλε να καθίσει στην ίδια θέση και ξανά του έδωσε κρασί λέγοντας πως είναι φάρμακο. Όταν ο άρρωστος σήκωσε το κρασοπότηρο αμέσως είδε μέσα το μικρό φίδι, όμως αυτή τη φορά το είπε στον νοικοκύρη και του έδειξε το φίδι. Ο νοικοκύρης σήκωσε το κεφάλι του και έδειξε πως πάνω απ' το κεφάλι του επισκέπτη κρέμεται ένα τόξο. Ο άρρωστος αμέσως κατάλαβε ότι το φιδάκι είναι αντικατοπτρισμός του κρεμασμένου τόξου. Και οι δυο κοίταξαν ο ένας τον άλλον, μετά γέλασαν. Ο πόνος του επισκέπτη αμέσως πέρασε και έγινε καλά.*

Τρία είδη ανθρώπων*
Μια φορά, στον βασιλιά της Ινδίας Ακμπάρ, έστειλαν ως δώρο τρία μικρά αγαλματάκια ανθρώπων από χρυσό και μια επιστολή. Η επιστολή έλεγε ότι το κάθε αγαλματάκι κάτι συμβολίζει και ότι έχουν διαφορετική τιμή.
Ο βασιλιάς φώναξε τους συμβούλους του και τους διέταξε να βρουν τον συμβολισμό. Πολύ καιρό οι σοφοί μελετούσαν τα αγαλματάκια. Τα ζύγισαν, τα μέτρησαν, βρήκαν τον βαθμό του χρυσού, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν ούτε εξωτερικές, ούτε εσωτερικές διαφορές. Στο τέλος, όλοι οι σύμβουλοι αναγνώρισαν την αδυναμία τους να λύσουν το πρόβλημα. Μόνο ο σοφός Μπιρμπάλ δεν εγκατέλειψε τις προσπάθειές του. Τελικά, βρήκε κάτι πολύ μικροσκοπικές τρύπες στ' αυτιά και των τριών αγαλματιδίων και βάζοντας ένα πολύ λεπτό χρυσό σύρμα στ' αυτί του πρώτου αγαλματίδιου, το σύρμα βγήκε από το άλλο αυτί. Στο δεύτερο αγαλματάκι το σύρμα βγήκε από το στόμα, ενώ στο τρίτο από τον αφαλό. Ο Μπιρμπάλ σκέφτηκε λίγο και μετά είπε:
- Η λύση βρέθηκε. Το πρώτο αγαλματάκι συμβολίζει τον άνθρωπο στο αυτί του οποίου μπαίνουν τα λόγια και από το άλλο βγαίνουν. Το δεύτερο δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος ακούει κάτι και αμέσως σπεύδει να το πει σε άλλους, χωρίς να σκεφτεί για αυτά που άκουσε. Το τρίτο δείχνει τον άνθρωπο που κρατάει αυτά που άκουσε και τα περνάει από την καρδιά του. Αυτό το αγαλματάκι είναι το πιο πολύτιμο.*

Στην κόλαση
Μια ομάδα ανθρώπων, μετά από ένα αεροπορικό δυστύχημα, βρέθηκε σ' έναν άλλο κόσμο που έμοιαζε πάρα πολύ με τον δικό μας. Αυτός ο κόσμος ομοίως είχε πολλές ανέσεις και διασκεδάσεις. Με μεγάλη έκπληξη αναγνώρισαν ότι βρίσκονται στην κόλαση, ενώ μπορούσαν να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες τους. Εκείνοι που ήθελαν εύκολη ζωή την βρήκαν, εκείνοι πού κυνηγούσαν το κέρδος απέκτησαν πολλά λεφτά. Πάντα δίπλα τους υπήρχαν δαιμόνια που τους εξυπηρετούσαν. Όμως μια μέρα γνωστή ως "ημέρα παράπονων" μερικοί κάτοικοι ήρθαν να μιλήσουν με τον αρχηγό των δαιμόνων και του είπανε:
- Εμείς εδώ έχουμε μια ωραία ζωή. Εύκολη δουλειά που μας αρέσει, καθημερινά βγαίνουμε έξω, κάνουμε συνέχεια καταπληκτικά πάρτι και οποιεσδήποτε διασκεδάσεις. Όμως αντιληφθήκαμε ότι σιγά σιγά χάνουμε τις δυνάμεις μας, απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον και με αρκετά γρήγορο ρυθμό χάνουμε αυτά που εύκολα κατακτήσαμε…
- Και βεβαίως, απόρησε ο δαίμονας, μήπως ξεχάσατε πως είστε στην κόλαση;*

Όνειρο
Ένας κυβερνήτης μεγάλου αεροπλάνου πετούσε πάνω από την Καλιφόρνια. Είπε στον βοηθό του:
- Κοίτα κάτω, βλέπεις εκείνη την όμορφη λίμνη; Εγώ γεννήθηκα κοντά σ αυτή τη λίμνη στο χωριό που φαίνεται εκεί κάτω.
Έδειξε το μικρό χωριό, που απλωνόταν πάνω σ' ένα λόφο και είπε:
- Όταν ήμουν μικρός, συχνά καθόμουν στην άκρη της λίμνης και ψάρευα. Το ψάρεμα ήταν το αγαπημένο μου χόμπι. Καθημερινά έβλεπα αεροπλάνα που πετούσανε πάνω απ' το κεφάλι μου και ονειρευόμουν πως κάποτε θα γίνω πιλότος και θα κυβερνήσω ένα αεροπλάνο. Ήταν το μοναδικό μου όνειρο. Το όνειρό μου εκπληρώθηκε, αλλά τώρα κάθε φορά που πετάω πάνω από τη λίμνη ονειρεύομαι τον καιρό που θα βγω στη σύνταξη και θα πάω να ψαρέψω στην όμορφη λίμνη μου.*

Φτυσιά
Ένας άνθρωπος ήρθε στον Βούδα και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ο Βούδας σκούπισε το πρόσωπό του και ρώτησε:
- Μόνο αυτό; Μήπως θέλεις και κάτι άλλο;
Ο Ανάντα που τα είδε όλα, όρμησε εξοργισμένος , φωνάζοντας με κακία:
- Δάσκαλε! άφησε με να τιμωρήσω αυτό το ανθρωπάκι!
- Ανάντα, έγινες σαννυάς (άνθρωπος που απαρνήθηκε τα εγκόσμια και αφιέρωσε τον εαυτό του στον Θεό), αλλά μερικές φορές το ξεχνάς, είπε ήρεμα ο Βούδας, δεν κατάλαβες ότι αυτός ο φουκαράς υπέφερε πολύ; Κοίτα τα μάτια του που κοκκίνισαν από το θυμό. Σίγουρα δεν κοιμήθηκε όλη τη νύχτα πριν κάνει αυτή την πράξη. Η φτυσιά ήταν το αποτέλεσμα αυτής της τρέλας και τώρα ίσως απαλλάχτηκε από την κακία του. Πρέπει να δείχνεις συμπόνια, ενώ εσύ θέλεις να τον σκοτώσεις και να γίνεις παράφρων σαν αυτός!
Ό άνθρωπος που άκουγε το διάλογο, ήταν συγχυσμένος και αμήχανος. Η αντίδραση του Βούδα ήταν απροσδόκητη. Ο άνθρωπος ήθελε να προσβάλλει, να ταπεινώσει τον Βούδα, αλλά ένιωθε ο ίδιος ντροπιασμένος και ταπεινωμένος.
Ο Βούδας του είπε:
- Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς, είσαι σε άσχημη κατάσταση, αρκετά τιμώρησες τον εαυτό σου. Ξέχασε αυτό που έγινε, δεν μου έκανες κακό. Αυτό το σώμα αποτελείται από τη σκόνη. Αργά ή γρήγορα θα γίνει σκόνη και οι άνθρωποι θα το ποδοπατήσουν και θα το φτύσουν.
Ο άνθρωπος έκλαψε και εξαντλημένος σηκώθηκε και έφυγε.
Το βράδυ επέστρεψε, έπεσε στα πόδια του Βούδα και είπε:
- Συγχώρεσέ με!
- Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα αφού εγώ δε θύμωσα. Αντίθετα, είμαι ευτυχισμένος να βλέπω πως είσαι καλά και τελείωσε η κόλαση που βρισκόσουν. Πήγαινε, να είναι πάντα η ειρήνη μαζί σου.*

Μεταφέρετε την αγάπη μου
Ένας μαθητής του Βούδα ήθελε να πάει σαν απόστολος της Διδασκαλίας του Δάσκαλού του σε μια πολύ ανήσυχη και επικίνδυνη περιοχή που κανένας δεν είχε πάει. Ο Βούδας τον ρώτησε:
- Πριν αποφασίσω να σ' αφήσω να πας σ' αυτή την περιοχή θα ήθελα να μου απαντήσεις σε τρεις ερωτήσεις. Η πρώτη ερώτηση: γνωρίζεις πόσο σκληροί είναι και πόσο εύκολα εκνευρίζονται οι άνθρωποι που ζουν εκεί. Αν σε προσβάλλουν, και ξέρω πως θα το κάνουν, πώς θα αντιδράσεις, τι θα γίνει μέσα στην καρδιά σου;
Ο μαθητής είπε:
- Ξέρεις τι θα γίνει στην καρδιά μου, γιατί εσύ είσαι η καρδιά μου. Αλλά εγώ απαντώ: αν θα με προσβάλλουν, τότε βαθιά μέσα στην καρδιά μου θα είμαι ευγνώμων σ' αυτούς τους ανθρώπους, γιατί με πρόσβαλλαν μόνο, ενώ θα μπορούσανε να με ξυλοκοπήσουν.
Ο Βούδας είπε:
- Καλώς. Η δεύτερη ερώτηση: αν θα σε ξυλοκοπήσουν, τι θα νιώσεις για αυτούς τους ανθρώπους;
- Θα είμαι ευγνώμων γιατί με έδειραν μόνο και δε με σκότωσαν.
- Και τώρα η τρίτη ερώτηση. Εάν θα προσπαθήσουν να σε σκοτώσουν, τότε τι θα σκεφτείς για αυτούς, πώς θα αντιδράσεις;
Και ο μαθητής απάντησε:
- Αν με σκοτώσουν, θα είμαι ευγνώμων στους ανθρώπους, αφού θα μου δώσουν την μεγάλη δυνατότητα να απαλλαχθώ από την σκλαβιά της γήινης ζωής.
Ο Βούδας είπε:
- Τώρα μπορείς να φύγεις, είμαι σίγουρος για σένα. Όπου και να πας θα μεταφέρεις την ενέργεια, την συμπόνια, την αγάπη μου.*

Φώτιση
Ο Σιντάρτα έξι χρόνια περιπλανιόταν, επισκέφθηκε όλους τους σοφούς, άγιους, επιστήμονες, διάφορους γκουρού, όμως ήταν ανικανοποίητος, γιατί δεν ένιωθε βαθιές αλλαγές. Ασκητισμός, νηστεία, γιόγκα, όλα μάταια.
Μια φορά ο Σιντάρτα θέλησε να διαβεί ένα ποτάμι από το ρηχό του πέρασμα. Η ροή του ποταμιού ήταν δυνατή, ενώ ο Σιντάρτα ήταν τόσο αδύναμος ώστε ζαλίστηκε και έπεσε στο νερό. Τον πήρε το ποτάμι, όμως ξόδεψε τις τελευταίες του δυνάμεις για να πιάσει μια ρίζα ενός δέντρου και το ρεύμα τον παρέσυρε στην όχθη.
Σε τέτοια κατάσταση, μη έχοντας δυνάμεις να βγει από το ποτάμι, ο Σιντάρτα ξαφνικά κατανόησε: "Η ζωή είναι όμοια με τον ωκεανό. Και αν η ζωή είναι ωκεανός, τότε όλα αυτά που κάνω είναι ένα μεγάλο λάθος. Αν κατάντησα να μην μπορώ να περάσω ένα ποτάμι, πώς θα διασχίσω τον ωκεανό της ζωής; Ο δρόμος μου δεν είναι σωστός. Έγινα πολύ αδύναμος, ενώ για να ανεβαίνω στον Θεό, χρειάζομαι πολύ ενέργεια".
Τελικά βγήκε από το ποτάμι, ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και χαλάρωσε. Αυτή η βραδιά είχε πανσέληνο. Για πρώτη φορά, ύστερα από έξι χρόνια ασκητικής ζωής, ο Σιντάρτα έπεσε σ' ένα βαθύ ύπνο χωρίς όνειρα. Το πρωί κατανόησε ότι δεν βιάζεται να πάει κάπου, δεν είχε μπροστά του κάποιο στόχο, δεν έπρεπε να κάνει ασκήσεις. Πρώτη φορά ένιωθε την πλήρη ελευθερία. Ξαπλωμένος κάτω από το δέντρο παρακολουθούσε την ανατολή του ήλιου. Κοιτούσε πως έσβηνει το τελευταίο πρωινό αστέρι. Λένε πως αυτή τη στιγμή που εξαφανίστηκε αυτό το αστέρι, εξαφανίστηκε και ο Σιντάρτα. Γεννήθηκε ο Βούδας! Μέσα σε μια στιγμή μπροστά του πέρασαν τα έξι χρόνια περιπλάνησης σαν ένας εφιάλτης, αλλά αυτά έμειναν στο παρελθόν.
Ο Βούδας έγινε φωτισμένος!*

Γι' Αυτόν οι άνθρωποι δεν πρέπει να μιλάνε με λόγια
Μια φορά, επισκέφθηκε τον Βούδα ένας άνθρωπος και αγγίζοντας τις πατούσες του, ρώτησε αν υπάρχει Θεός; Καίρια ερώτηση!
Ο Βούδας τον κοίταξε με προσοχή και είπε:
- Όταν ήμουν νέος, αγαπούσα πάρα πολύ τα άλογα, γνώριζα ότι υπάρχουν τέσσερα είδη αλόγων. Το πρώτο είδος: τα πιο ανόητα και πεισματάρικα, όσο και να τα χτυπάς, δε θα υπακούσουν. Τέτοιοι είναι και πολλοί άνθρωποι. Το δεύτερο: τ' άλογα υπακούνε, αλλά ύστερα από το χτύπημα. Και τέτοιοι άνθρωποι είναι πολλοί. Υπάρχει και το τρίτο είδος: είναι άλογα τα οποία δε χρειάζεται να τα μαστιγώσεις, απλά δείχνεις το μαστίγιο και αυτό αρκεί. Υπάρχει ακόμα και τέταρτο είδος: πολύ σπάνιο. Γι' αυτά τα άλογα αρκεί η σκιά του μαστιγίου.
Μιλώντας με αυτόν τον άνθρωπο ο Βούδας τον κοιτούσε στο πρόσωπο. Μετά έκλεισε τα μάτια του και σιώπησε. Και ο επισκέπτης έκλεισε τα μάτια του και καθόταν σιωπηλός. Την συζήτηση παρακολουθούσε ο Ανάντα ο οποίος με αμηχανία σκεφτόταν "Παράξενο! Ο άνθρωπος ρωτάει για τον Θεό, αλλά ο Δάσκαλος μιλάει για άλογα". Σκεφτόμενος ο Ανάντα έβλεπε και τους δυο άνδρες να κάθονται μέσα σε μια σπάνια σιγή. Κυριαρχούσε μια μεγάλη Σιωπή! Σε λίγο ο Βούδας άνοιξε τα μάτια του, ενώ ο άνθρωπος συνέχιζε να κάθεται με γαληνεμένο πρόσωπο. Ύστερα από μια ώρα ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια του, άγγιξε τις πατούσες του Βούδα, τον ευχαρίστησε, βαθιά υποκλίθηκε και έφυγε.
Ό Ανάντα πλησίασε τον Βούδα και ρώτησε:
- Είναι ακατανόητο για μένα. Εκείνος ρώτησε για τον Θεό, αλλά εσύ του μίλησες για τα άλογα. Είδα πως αυτός ο άνθρωπος βυθίστηκε μαζί σου στη σιωπή. Σαν να έζησε μαζί σου πολλά χρόνια. Ακόμη κι εγώ ποτέ δε γνώρισα τέτοια σιωπή! Τι είδους συνεννόηση ήταν αυτή η ενότητα! Γιατί αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο ευγνώμων;
Ο Βούδας απάντησε:
- Δεν μιλούσα για άλογα. Μιλούσα για τον Θεό, αλλά για τον Θεό οι άνθρωποι δεν πρέπει να μιλάνε ευθέως και με λόγια. Όταν είδα το άλογό του, κατάλαβα ότι τέτοιο άλογο μπορεί να έχει μόνο ένας αληθινός γνώστης, γι' αυτό μιλούσα για άλογα. Ήταν η γλώσσα που ήξερε πολύ καλά. Είναι άνθρωπος που αρκούσε να δει τη σκιά του μαστιγίου. Και όταν εγώ έκλεισα τα μάτια μου εκείνος κατάλαβε ότι για τον Θεό δεν πρέπει να μιλάς, πρέπει να σιωπάς. Και μόνο μέσα από τη Σιωπή γνωρίζεις τον Θεό. Είναι υπερβατική εμπειρία και βρίσκεται πέρα από τα όρια του νου.*

Συμπόνια
Όταν ο Βούδας έγινε φωτισμένος, πήγε να δει τον πατέρα του. Ο πατέρας του ήταν οργισμένος! Όλα τα χρόνια που απουσίαζε ο γιος του εκείνος συσσώρευε την κακία και τώρα ήρθε η στιγμή να τον περιλούσει με την εχθρότητά του. Άρχισε να προσβάλλει τον γιο του, λέγοντας: "Γιατί ήρθες τώρα, ύστερα από δώδεκα χρόνια; Ήσουν η πιο βαθιά πληγή μου. Με σκότωσες με την πράξη σου! Δεν ήσουν γιος για μένα, ήσουν εχθρός μου!" Αυτό συνέχισε για πολύ ώρα, ενώ ο Βούδας σιωπούσε και τα μάτια του ήταν γεμάτα με αγάπη και συμπόνια.
- Γιατί σιωπάς; ρώτησε ο πατέρας του όταν συνήλθε.
Ο Βούδας απάντησε:
- Πρώτα πρέπει να πεις όλα αυτά που έχεις μέσα σου. Πες τον πόνο σου! Μόνο τότε θα μπορείς να με καταλάβεις. Όμως πριν, θα ήθελα να σου πω κάτι πολύ σημαντικό. Μιλάς, όχι με τον Σιντάρτα, αλλά με έναν άλλο άνθρωπο. Ο γιος σου που κάποτε έφυγε από το σπίτι δεν επέστρεψε. Εκείνος πέθανε! Είμαι εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Αλλά πριν, πες τον πόνο σου! Τα μάτια σου είναι γεμάτα με τόση οργή, ώστε δεν μπορείς ούτε να με δεις.
Σιγά σιγά ο πατέρας του χαλάρωσε, σκούπισε τα δάκρυα του και με ενδιαφέρον άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά τον γιο του. "Ναι, πραγματικά είναι άλλος άνθρωπος. Βεβαίως, και το πρόσωπο και το μπόι είναι του γιου μου, αλλά δεν τον γνωρίζω, είναι εντελώς διαφορετικός άνθρωπος", σκεφτόταν εκείνος και μετά είπε:
- Άλλαξες πολύ. Θα ήθελα να γευτώ αυτά που γεύτηκες εσύ. Σε λίγο θα πεθάνω, είμαι πολύ γέρος. Σε παρακαλώ, πες μου το Μυστικό σου! Και συγχώρεσέ με για την οργή μου. Χαίρομαι που ήρθες.*

Πώς να γίνεις σοφός;
Ένας νεαρός ήρθε στον σοφό και του είπε:
- Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να γίνω σοφός;
Ο σοφός ούτε του απάντησε. Ο νεαρός επανέλαβε την ερώτησή του μερικές φορές με το ίδιο αποτέλεσμα. Τελικά έφυγε για να 'ρθει την επόμενη μέρα με το ίδιο ερώτημα.
Ξανά δεν πήρε απάντηση. Ήρθε και την τρίτη μέρα επαναλαμβάνοντας την ίδια ερώτηση:
- Δάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να γίνω σοφός;
Τότε ο σοφός γύρισε και κατευθύνθηκε προς το ποτάμι. Μπήκε στο ποτάμι και με ένα νεύμα κάλεσε και τον νεαρό. Όταν βρέθηκαν εκεί που το νερό φτάνει στο λαιμό, ο σοφός άρπαξε τον νεαρό από τους ώμους, τον βούτηξε μέσα στο νερό και τον κρατούσε κάτω αγνοώντας τις προσπάθειές του να απελευθερωθεί. Τελικά τον άφησε και όταν ο νεαρός είχε αποκατάστησε την αναπνοή του, τον ρώτησε:
- Για πες μου, παιδί μου, τι ήθελες περισσότερο απ' όλα, όταν ήσουν κάτω από το νερό;
- Αέρα! Ήθελα αέρα! φώναξε ο νεαρός.
- Μήπως θα προτιμούσες αντί αέρα, πλούτη, απολαύσεις, ισχύ ή αγάπη, παιδί μου;
- Όχι! Δάσκαλε, το μόνο που ήθελα, ήταν αέρας, ακολούθησε η απάντηση.
- Λοιπόν, είπε ο σοφός, για να γίνεις σοφός πρέπει να ποθείς τη σοφία με την ίδια δύναμη όπως μόλις τώρα επιθυμούσες να αναπνεύσεις τον αέρα. Πρέπει να παλεύεις για την σοφία, αγνοώντας όλα τ' άλλα αγαθά της ζωής. Πρέπει να γίνει ο μοναδικός και καθημερινός στόχος στη ζωή σου. Εάν θα επιδιώξεις τη σοφία με τέτοιο πάθος, παιδί μου, τότε οπωσδήποτε θα γίνεις σοφός.*

Πρόβατα
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε όλα αυτά που έχουν συνήθως όλοι οι βασιλιάδες. Όμως ξαφνικά τα πράγματα άλλαξαν, η μία συμφορά ακολούθησε την άλλη, και ο ίδιος και το βασίλειό του γνώρισαν τα χτυπήματα της μοίρας. Η ανομβρία έφερα πολλά δεινά στους υπηκόους του και το γειτονικό βασίλειο τους επιτέθηκε και πολιόρκησε την πρωτεύουσα του κράτους. Άρχισε η επιδημία και πέθαναν οι μισοί κάτοικοι της πόλης, μαζί τους και η γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο αδύνατος στρατό δεν άντεξε στην πολιορκία και παραδόθηκε στον εχθρό που εξόντωσε τους υπόλοιπους κάτοικους. Ο βασιλιάς κατάφερε να φύγει. Πήρε τον δρόμο προς το φίλο του με τον οποίο είχαν μεγαλώσει μαζί και που ήταν βασιλιάς-σύμμαχος του. Στον δρόμο, τον έπιασε μια συμμορία ληστών και τον πούλησε ως σκλάβο. Μετά από τρία βασανιστικά χρόνια δουλειάς σε φυτείες, έφυγε. Όταν έφτασε στην πρωτεύουσα του φίλου του, οι φύλακες είδαν τα κουρέλια που φορούσε και δεν τον πίστεψαν ότι είναι βασιλιάς. Αφού δεν τον άφησαν να μπει μέσα στο μέγαρο ήταν αναγκασμένος να δουλέψει έναν ολόκληρο χρόνο για ν' αγοράσει κάποια ρούχα και μόνο τότε κατάφερε να παρουσιαστεί μπροστά στον βασιλιά. Εκείνος με συμπόνια και κατανόηση άκουσε για τα δεινά που υπέφερε ο φίλος του και σκεφτόμενος είπε:
- Θα σε βοηθήσω, και διέταξε να του δώσουν 100 πρόβατα για να τα βόσκει.
Πικραμένος με την συμπεριφορά του φίλου-βασιλιά, που ίσως ξέχασε την παλιά τους φιλία, ο βασιλιάς-φουκαράς πήγε να βοσκήσει τα πρόβατα γιατί δεν είχε κάποια άλλη επιλογή. Όταν βοσκούσε τα πρόβατά του τους επιτέθηκαν οι λύκοι και έπνιξαν όλο το κοπάδι. Ήρθε ξανά με σκυμμένο το κεφάλι στον φίλο του και του διηγήθηκε το συμβάν. Εκείνος διέταξε:
- Δώστε του 50 πρόβατα.
Αλλά και αυτό το κοπάδι χάθηκε γιατί ακολούθησε τον μπροστάρη που πήδηξε στο γκρεμό.
- Δώστε του 25 πρόβατα, είπε ο βασιλιάς.
Αυτή τη φορά όλα πήγαν καλά και σε λίγο το κοπάδι αποτελούταν από 1000 πρόβατα. Ο βασιλιάς-βοσκός ήρθε στο μέγαρο και είπε:
- Ήδη έχω 1000 πρόβατα και μετά από ένα χρόνο θα τα διπλασιάσω!
Τότε ο βασιλιάς χάρηκε, αγκάλιασε τον φίλο του και είπε:
- Τέλειωσε για σένα η δουλειά του βοσκού. Τώρα σου δίνω το γειτονικό βασίλειο.
Ο φουκαράς απογοητευμένος από τον φίλο του ρώτησε:
- Γιατί δεν μου έδωσες αυτό το βασίλειο, από την αρχή;
- Δε θα έμενε τίποτα απ' αυτό το βασίλειο, απάντησε ο σοφός φίλος του. Εγώ απλά περίμενα να τελειώσει αυτή η μαύρη περίοδος στη ζωή σου και να 'ρθει η καλύτερη περίοδος. Τώρα ήρθε αυτή η στιγμή. Τα πρόβατα απλά ήταν ο δείκτης της μοίρας σου.*

Βαλάντιο με χρυσό
Μια φορά ο ραβίνος Χαήμ από το Ζανς στεκόταν δίπλα στην πόρτα της συναγωγής και παρακολουθούσε τους περαστικούς. Μετά σταμάτησε έναν απ' αυτούς και τον ρώτησε:
- Σε παρακαλώ, πες μου τι θα κάνεις αν βρεις ένα βαλάντιο με χρυσές λίρες; Θα το επιστρέψεις στον ιδιοκτήτη;
- Βεβαίως, απάντησε εκείνος, αν ήξερα ποιανού είναι να είσαι σίγουρος, θα το επέστρεφα χωρίς κανένα δισταγμό.
- Είσαι ανόητος, είπε ο ραβίνος από το Ζανς.
Μετά σταμάτησε έναν άλλο περαστικό και του έθεσε το ίδιο ερώτημα.
- Δεν είμαι βλάκας να επιστρέψω το βαλάντιο που βρήκα, είπε εκείνος.
- Δεν είσαι καλός άνθρωπος, είπε ο ραβίνος και φώναξε τον τρίτο.
Εκείνος απάντησε:
- Ραβίνε, πώς μπορώ να γνωρίζω τι θα έκανα όταν θα έβρισκα το βαλάντιο με χρυσό. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αποφεύγω τον κακό δαίμονα. Μπορεί να συμβεί το χειρότερο και να με νικήσει και να σφετερισθώ αυτό που ανήκει σε άλλον. Όμως, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο και δίπλα μου να βρεθεί ο παντοδύναμος Θεός. Είναι εύσπλαχνος και θα με βοηθήσει να τα βγάλω πέρα και να επιστρέψω το βαλάντιο στον ιδιοκτήτη του.
- Είναι ορθά τα λόγια σου, φώναξε ο ραβίνος, είσαι σοφός άνθρωπος.*

Ο πίθηκος
Μια φορά ο πρίγκιπας Βου έφτασε με την συνοδεία του στο Βουνό των πιθήκων. Όταν οι πίθηκοι είδαν τους ανθρώπους δημιουργήθηκε ένας πανικός και οι πίθηκοι αμέσως εξαφανίστηκαν μέσα στο φύλλωμα των δέντρων. Έμεινε μόνο ένας πίθηκος ο οποίος δεν έδωσε μεγάλη σημασία στους ανθρώπους και συνέχισε να κουνιέται κρατώντας ένα κλαδί. Ο πρίγκιπας έριξε ένα βέλος, αλλά ο πίθηκος το έπιασε στον αέρα. Τότε ο πρίγκιπας έδωσε διαταγή να ρίξουν βέλη όλοι όσοι τον συνόδευαν. Αμέσως προς τον πίθηκο πέταξαν τριάντα βέλη και εκείνος έπεσε νεκρός. Ο πρίγκιπας απευθύνθηκε στον φίλο του Γιεν-Μπου:
- Κατάλαβες, τι έγινε; Αυτό το ζώο νόμιζε ότι είναι πολύ έξυπνο και επιδέξιο. Πίστευε ότι κατέχει σπάνιο ταλέντο. Πίστευε ότι κανείς δεν μπορεί να το βλάψει. Όμως έκανε λάθος. Να θυμάσαι αυτή την περίπτωση! Ποτέ μην προκαλείς τους ανθρώπους. Το ταλέντο σου, οι ικανότητές σου θα εκνευρίζουν τους γύρω ανθρώπους και θα κάνουν το παν για να σου αποδείξουν το αντίθετο.
Αυτή η ιστορία μας μαθαίνει να μην είμαστε αφελείς και υπεροπτικοί.
Δεν πρέπει να δείχνεις στον κόσμο την εσωτερική και εξωτερική ομορφιά σου, τις ικανότητές σου. Πρέπει να τις φυλάξεις. Αυτού του είδους τις αλήθειες πρέπει να τις κρύβεις βαθιά στην καρδιά σου και μόνο τότε θα φυτρώσει σαν κόκκος που έριξαν στη γη. Μην βιάζεσαι να τις βγάλεις έξω. Αν το κάνεις, θα πεθάνει ο κόκκος χωρίς όφελος. Να μεταχειρίζεσαι αυτό που είναι όμορφο και αληθινό, σαν τον κόκκο. Με φροντίδα να του προσφέρεις κάποιο έδαφος, κάποια απόμερη γωνιά στην καρδιά σου και να μην το επιδεικνύεις σε όλους και στον καθένα.*
Τσουάνγκ-Τσου



Ευτυχισμένος γάμος
Ένας αγρότης που ζούσε μόνος στη φάρμα του, αποφάσισε πως ήρθε ο καιρός να παντρευτεί, καβαλίκεψε το μουλάρι του και αναχώρησε για την πόλη με σκοπό να βρει γυναίκα. Μετά από μια βδομάδα ζωής στην πόλη παντρεύτηκε μια γυναίκα. Μαζί καβαλίκεψαν το μουλάρι και ξεκίνησαν τον δρόμο τους προς τη φάρμα. Ύστερα από ένα χιλιόμετρο δρόμου το μουλάρι σταμάτησε και δεν ήθελε με τίποτα να προχωρήσει. Τότε ο αγρότης κατέβηκε, πήρε στο χέρι του ένα μεγάλο ξύλο και άρχισε να χτυπάει το μουλάρι μέχρι που εκείνο ξεκίνησε.
- Ένα, είπε ο αγρότης.
Ύστερα από δυο χιλιόμετρα το μουλάρι ξανά σταμάτησε. Μετά από μερικές ραβδιές το μουλάρι συνέχισε το δρόμο και ο αγρότης είπε:
- Δυο.
Ύστερα από μερικά χιλιόμετρα το μουλάρι για τρίτη φορά αρνήθηκε να προχωρήσει. Ο αγρότης κατέβηκε, είπε να κατέβει και η γυναίκα του, έβγαλε το πιστόλι του, έριξε στο μάτι του μουλαριού και το σκότωσε.
- Τι βλακεία! φώναξε η γυναίκα του, είναι πολύτιμο ζώο και το σκότωσες μόνο και μόνο επειδή εκνευρίστηκες! Είναι και ανόητο και σκληρό αυτό που έκανες…, έτσι συνέχισε για μερικά λεπτά και όταν σταμάτησε για να πάρει ανάσα, ο αγρότης είπε:
- Ένα.
Λένε πως ο αγρότης και η γυναίκα του έζησαν ένα ευτυχισμένο γάμο όλη τους τη ζωή.*

Ο ναός
Ένας άνθρωπος ήταν πολύ θυμωμένος με τη γυναίκα του. Εκείνος ήταν πολύ θρήσκος, ενώ η γυναίκα του καθόλου. Συνήθως παρακολουθούμε το αντίθετο: η γυναίκα να είναι θρήσκα και ο άντρας όχι, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο. Κάθε μέρα ο άνδρας προσπαθούσε να κάνει τη γυναίκα του να πάει στην εκκλησία.
Ο θρήσκος άνθρωπος έχει μια θεμελιώδη αδυναμία: θέλει να κάνει τους υπόλοιπους σαν τον εαυτό του, όμως η γυναίκα δεν ακολουθούσε τις παροτρύνσεις του συζύγου της. Απελπισμένος ο άντρας, πήγε και παρακάλεσε τον ιερέα να 'ρθει στο σπίτι του και να μεταπείσει τη γυναίκα του.
Τ' άλλο πρωί, ο ιερέας ήρθε στο σπίτι του άνδρα, που εκείνη την ώρα έκανε γονυκλισίες μπροστά στην εικόνα. Η γυναίκα του σκούπιζε την αυλή. Ο ιερέας την πλησίασε και είπε:
- Άκουσα από τον άνδρα σου πως είσαι άθεη, δεν προσεύχεσαι, δεν πας στη εκκλησία, ενώ ο σύζυγός σου είναι θρήσκος και περίπου κάθε μέρα πάει στην εκκλησία.
- Δεν νομίζω πως ο άνδρας μου είχε ποτέ επισκεφθεί την εκκλησία, απάντησε η γυναίκα.
Ό σύζυγός της που αυτή τη στιγμή προσευχόταν, άκουσε τα λόγια της γυναίκας του, αγανάκτησε και άρχισε να προσεύχεται φωναχτά . Ο ιερέας, εξοργισμένος και αυτός, είπε:
- Τι λες γυναίκα;! τρελάθηκες! Συνέχεια βλέπω τον άνδρα σου μέσα στο ναό μας να κάνει γονυκλισίες και να προσεύχεται. Και τώρα, νωρίς το πρωί δεν ακούς πως προσεύχεται;
Γελώντας η γυναίκα απάντησε:
- Πάτερ! και εσάς παραπλάνησε με αυτές τις φωναχτές προσευχές! Ναι, βεβαίως, συνέχεια επαναλαμβάνει το όνομα του Θεού, αλλά στην πραγματικότητα βρίσκεται στο μαγαζί του τσαγκάρη και μαλώνει μαζί του για την τιμή των παπουτσιών που ήθελε ν' αγοράσει.
Αυτά τα λόγια έκαναν τον άνδρα της έξαλλο και αφήνοντας την προσευχή του έτρεξε κοντά της φωνάζοντας:
- Τι ξεδιάντροπη ψευτιά! Μήπως δεν είδες πως προσευχόμουν;
- Σε παρακαλώ! είπε η γυναίκα του, για κοίτα μέσα σου πιο προσεκτικά. Πιστεύεις ότι προσευχόσουν; Μήπως παζάρευες με τον τσαγκάρη;
Ο άνδρας της την κοιτούσε αμήχανος, γιατί έλεγε την αλήθεια.
- Ναι, πράγματι…, αλλά από πού το ξέρεις;
- Χθες το βράδυ, πριν τον ύπνο, μου είπες ότι το πρωί θα πας στον τσαγκάρη για ν' αγοράσεις παπούτσια. Μετά είπες πως ο τσαγκάρης τα έχει πολύ ακριβά. Από την εμπειρία μου γνωρίζω πως η τελευταία σου σκέψη πριν να κοιμηθείς, γίνεται πρώτη το πρωί. Γι' αυτό υπέθεσα, πως συνεχίζεις να λογομαχείς με τον τσαγκάρη.
- Δεν ξέρω τι να πω, είπε ο αποσβολωμένος άνδρας, γιατί έχεις δίκιο. Πραγματικά μάλωνα με τον τσαγκάρη και όσο πιο θερμή γινόταν η λογομαχία μας, τόσο πιο φωναχτά προσευχόμουν. Ναι, εξωτερικά επαναλάμβανα το όνομα του Θεού, αλλά μέσα μου μάλωνα με τον τσαγκάρη. Έχεις δίκιο, ίσως ποτέ αληθινά δεν ήμουν μέσα στο ναό.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση να μπεις μέσα στο ναό. Ναι, είναι πολύ εύκολο, το σώμα σου να μπει μες στο ναό, αλλά ο νους σου; Η ψυχή σου; Εάν όμως η ψυχή σου μπει στο ναό, τότε δεν νομίζω πως έχει κάποια σημασία αν το σώμα σου είναι μέσα ή έξω από το ναό.*

Αληθινός Δάσκαλος
Ο Τζελαλεντίν Ρούμι (1207-1273) ήταν απ' τους Μεγάλους Δασκάλους του Σουφισμού. Από πολύ μακριά έρχονταν άνθρωποι για ν' ακούσουν τη συμβουλή του και τον σοφό του λόγο. Μια φορά, τον επισκέφτηκε μια γειτόνισσα με το αγοράκι της:
- Ο γιος μου τρώει πάρα πολύ ζάχαρη. Προσπάθησα με πολλούς τρόπους να τον πείσω ότι βλάπτει την υγεία του, ότι θ' αρρωστήσει, αλλά αυτός δε μ' ακούει. Σας παρακαλώ, πέστε του πως κάνει κακό στον εαυτό του. Θα σας ακούσει, γιατί σας σέβεται πολύ.
Ο Ρούμι κοίταξε το παιδί, είδε την αγάπη και την εμπιστοσύνη στα μάτια του και είπε:
- Πρέπει να 'ρθείτε μετά από τρεις βδομάδες.
Η γυναίκα αμήχανη έφυγε με το παιδί της. Αφού είναι τόσο απλό να πεις… Ακατανόητο! Έρχονται άνθρωποι από μακρινές χώρες και ο Δάσκαλος τους βοηθάει να λύσουν τα προβλήματά τους αμέσως…
Μετά από τρεις βδομάδες ο Ρούμι ξανακοίταξε το παιδί και είπε:
- Πρέπει να 'ρθείτε μετά από τρεις βδομάδες.
Εδώ η γυναίκα τόλμησε να ρωτήσει, πού είναι το πρόβλημα, όμως ο Ρούμι ξανά επανέλαβε τα λόγια του.
Όταν ήρθαν την τρίτη φορά ο Ρούμι είπε στο παιδί:
- Αγόρι μου, άκουσε τη συμβουλή μου. Μην τρως πολύ ζάχαρη, θα σε βλάψει.
- Δε θα το κάνω, σας το υπόσχομαι, απάντησε το παιδί.
Μετά απ' αυτή τη συζήτηση η μητέρα είπε στο γιο της να την περιμένει έξω και όταν το παιδί έφυγε, ρώτησε τον Ρούμι, γιατί δεν το έκανε την πρώτη φορά, αφού ήταν τόσο απλά τα πράγματα; Ο Ρούμι ομολόγησε πως ο ίδιος αγαπούσε να τρώει ζάχαρη και πριν δώσει τέτοια συμβουλή, έπρεπε και ο ίδιος ν' απαλλαχθεί απ' αυτήν την αδυναμία. Πρώτα νόμιζε, πως θα τα καταφέρει μέσα σε τρεις βδομάδες, αλλά έκανε λάθος…
Ένα από τα γνωρίσματα του αληθινού Δάσκαλου είναι, ότι ποτέ δε θα συμβουλέψει κάτι, αν ο ίδιος δεν πέρασε απ' αυτό. Ο Δάσκαλος είναι τίμιος πρώτ' απ' όλα με τον εαυτό του. Τα λόγια του προέρχονται από την εμπειρία του και η σοφία ζει μέσα του, όχι στα γραπτά.*

Η αγελάδα και ο χασάπης
Ένας πλούσιος άρχοντας αρρώστησε, τον κυρίευσε ο κακός δαίμονας. Είχε την πεποίθηση πως είναι αγελάδα την οποία πρέπει να σφάξουν για κρέας. Κανένας γιατρός δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει. Ο άρρωστός δεν έτρωγε και αδυνάτισε πολύ.
Οι συγγενείς του απευθύνθηκαν στον Αβικέννα (980-1037). Ο Αβικέννας τους άκουσε και τους έπεισε να πουν στον άρρωστο ότι σε λίγο θα 'ρθει ο χασάπης να τον σφάξει.
Όταν το είπαν στον ασθενή εκείνος χάρηκε πολύ και με ανυπομονησία περίμενε τον χασάπη.
Την προορισμένη ώρα ο Αβικέννας εμφανίστηκε μπροστά στον άρρωστο. Κουνώντας το τεράστιο μαχαίρι, εκείνος ούρλιαξε με άγρια φωνή:
- Πού είναι αυτή η αγελάδα την οποία ήρθα να σφάξω;
Απαντώντας ο άρχοντας, έβγαλε ένα χαρούμενο μουγκρητό, για να ξέρει ο χασάπης ότι η αγελάδα είναι εδώ. Ο Αβικέννας διέταξε:
- Φέρτε την αγελάδα εδώ και δέστε την καλά για να μπορέσω να την αποκεφαλίσω.
Έφεραν τον άρρωστο δίπλα στον "χασάπη" και τον έδεσαν με σκοινιά. Ο χασάπης σήκωσε το μαχαίρι, όμως το κατέβασε και άρχισε να εξετάζει ψηλαφώντας το σώμα της αγελάδας.
- Ε όχι! Έτσι δε γίνεται! Η αγελάδα είναι πολύ ισχνή και δεν έχει κρέας. Πρέπει να την ταΐζετε καλύτερα. Πάρτε την από 'δω. Θα 'ρθω μόνο όταν θα πάρει καλό βάρος.
Μετά απ' αυτό, ο άρρωστος άρχισε να τρώει με όρεξη όλα αυτά που του έδιναν και πολύ γρήγορα πήρε κιλά. Η υγεία του επανήλθε και σε λίγο, χάρη στην φροντίδα του Αβικέννα, ανάρρωσε εντελώς.*

Ο γκουρού και το φλιτζάνι του τσαγιού
Ένας γκουρού έκανε ταξίδι ινκόγκνιτο με τους μαθητές του. Διανυκτέρευσαν σ' ένα πανδοχείο. Το πρωί ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου τους προσέφερε πρωινό και τσάι. Όταν άρχισαν να πίνουν το τσάι ο ιδιοκτήτης υποκλίθηκε και έπεσε στα πόδια του γκουρού. Οι μαθητές έμειναν έκπληκτοι. Πώς ο νοικοκύρης του πανδοχείου κατάλαβε ότι μεταξύ τους υπάρχει ένας γκουρού. Όταν οι μαθητές απευθύνθηκαν στον δάσκαλό τους, εκείνος γέλασε και τους είπε:
- Ρωτήστε τον ίδιο, πώς με γνώρισε.
Οι μαθητές ρώτησαν τον νοικοκύρη:
- Πώς κατάλαβες ότι είναι γκουρού.
- Ήταν εύκολο να το καταλάβω, απάντησε ο ιδιοκτήτης. Εδώ και πολλά χρόνια στρώνω το τραπέζι για τους επισκέπτες μου. Είδα χιλιάδες ανθρώπους, αλλά ποτέ δεν είδα άνθρωπο να κοιτάζει με τόση αγάπη το φλιτζάνι του τσαγιού.*

Ο κατακριτής των σούφι
Ένας νεαρός πάντα έλεγε κακίες για τους σούφι. Μια φορά τον πλησίασε ο σεΐχης των σούφι, έβγαλε από το δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι με σπάνια πέτρα και είπε:
- Σε παρακαλώ, νεαρέ πήγαινε στην αγορά και πούλησέ το για μια χρυσή λίρα.
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι και προσπάθησε να το πουλήσει στην τιμή της μιας χρυσής λύρας, όμως κανένας στην αγορά δεν έδινε για το δαχτυλίδι ούτε μια πεντάρα. Ακούγοντας την τιμή που ζητούσε ο νεαρός, οι άνθρωποι στην αγορά ή γελούσαν ή εκνευρίζονταν και τον έδιωχναν.
Ο νεαρός ήρθε στον σεΐχη με παράπονο:
- Μου έδωσες άχρηστο πράμα. Δεν έχει καμιά αξία.
- Σε παρακαλώ, πήγαινε στον χρυσοχόο, είπε ο σεΐχης, δοκίμασε να εκτιμήσεις το δαχτυλίδι εκεί.
Ο νεαρός ήρθε από τον χρυσοχόο κατάπληκτος:
- Αξιότιμε σεΐχη! Ο χρυσοχόος εκτίμησε το δαχτυλίδι σου σε εκατό χρυσές λύρες!
- Παιδί μου! είπε ο σεΐχης, εσύ γνωρίζεις για τους σούφι, ακριβός τόσο, όσο γνώριζαν οι άνθρωποι της αγοράς για το δαχτυλίδι.
Ο νεαρός μετάνιωσε για τα λόγια του και τις σκέψεις του για τους σούφι και άρχισε να τους εκτιμά.*

Η χελώνα και ο σκορπιός
Μια φορά ο σκορπιός παρακάλεσε τη χελώνα να τον μεταφέρει στην άλλη όχθη του ποταμού. Ο σκορπιός καθόταν ήσυχα πάνω στο καβούκι, όμως όταν έφτασαν στην όχθη ξαφνικά τσίμπησε την χελώνα. Εκείνη εξοργισμένη είπε:
- Η φύση μου με παρακινεί να βοηθάω τον καθένα. Γι' αυτό βοήθησα κι εσένα. Πώς μπόρεσες να με τσιμπήσεις; Αυτό ήταν άτιμο!
- Συγνώμη, φίλε μου, όμως η δική σου φύση είναι να βοηθάς, ενώ η δική μου να τσιμπάω. Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί την δική σου φύση θεωρείς αρετή, αλλά την δική μου ατιμία;*

Καθρέπτης
Κάποτε παλιά, ένας βασιλιάς έχτισε ένα παλάτι. Αυτό το παλάτι είχε ένα εκατομμύριο καθρέπτες. Όλοι οι τοίχοι, τα δάπεδα, τα ταβάνια του παλατιού ήταν καλυμμένα με καθρέπτες.
Μια φορά, στο παλάτι μπήκε ένας σκύλος. Ξαφνικά ανακάλυψε γύρω του πολλά σκυλιά. Όπως και ο κάθε κανονικός σκύλος έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει για να προφυλαχθεί, δηλαδή αγρίεψε και έδειξε τα δόντια του για να τους φοβίσει. Αμέσως, όλα τα σκυλιά και αυτά έδειξαν τα δόντια τους. Το σκυλί άρχισε να μουγκρίζει και όλα τα σκυλιά του απάντησαν απειλώντας .
Τώρα το σκυλί ήταν σίγουρο ότι η ζωή του απειλείται και άρχισε απεγνωσμένα να γαβγίζει προσπαθώντας να τους τρομάξει. Γύρω του είδε χιλιάδες σκυλιά έτοιμα να το κατασπαράξουν.
Το πρωί βρήκαν το κακόμοιρο σκυλί νεκρό. Το σκυλί ψόφησε παλεύοντας με χιλιάδες δικούς του αντικατοπτρισμούς.
Έτσι συχνά κάνει και ο άνθρωπος που μεγαλώνει μέσα του τους μικρούς φόβους και βασανίζεται παλεύοντας με τους αντικατοπτρισμούς των δικών του φόβων, δηλαδή παλεύοντας με τους ανύπαρκτους εχθρούς.*

Αληθινός Δάσκαλος
Πέθανε ένας γνωστός Δάσκαλος. Ο Λάο Τσε πήγε να του αποδίδει φόρο τιμής. Στην κηδεία μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος. Στον Λάο Τσε αυτό προξένησε έκπληξη και εκείνος αμέσως έφυγε από την κηδεία. Οι μαθητές που τον συνόδευαν, ρώτησαν:
- Γιατί Δάσκαλε φύγατε, χωρίς ν' αποδώσετε τελευταίες τιμές στον πεθαμένο;
- Αυτός ο άνθρωπος ήταν γνωστός, αλλά δεν ήταν αληθινός Δάσκαλος. Τόσοι άνθρωποι κλαίνε με λυγμούς. Φαίνεται πως αυτός για πολλούς ήταν απαραίτητος και αναντικατάστατος. Αυτό σημαίνει ότι είχαν απ' αυτόν τον άνθρωπο κάποιο όφελος. Γι' αυτό επιστρέφω. Ο άνθρωπος δεν ακολουθούσε την αληθινή διδασκαλία.*

Ήταν ένας Ραβί που ζούσε σε μια μικρή ρωσική πόλη στις αρχές του αιώνα. και μετά από είκοσι χρόνια που αφιέρωσε στην περισυλλογή σχετικά με τα βαθύτερα θρησκευτικά ερωτήματα και τα πνευματικά θέματα της ζωής, κατέληξε ότι δεν ήξερε τελικά τίποτα.
Λίγο μετά την εποχή που κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα, διέσχιζε μια μέρα την πλατεία του χωριού πηγαίνοντας στην συναγωγή για να προσευχηθεί. Ο κοζάκος, ο τοπικός αστυνόμος του χωριού, είχε κακή διάθεση εκείνο το πρωί και σκέφτηκε να ξεσπάσει πάνω στον Ραβί. Έτσι φώναξε: "Ε, Ραβί, για πού το 'βαλες;"
"Δεν ξέρω" απάντησε εκείνος.
Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τον κοζάκο. "Τι θα πει δεν ξέρεις πού πηγαίνεις;" αναφώνησε θυμωμένος. "Κάθε μέρα στις έντεκα το πρωί διασχίζεις την πλατεία για να πας στην συναγωγή ακολουθώντας ακριβώς τον ίδιο δρόμο και λες ότι δεν ξέρεις; Με κοροϊδεύεις και θα σε μάθω να μην το κάνεις αυτό".
Ο κοζάκος λοιπόν άρπαξε τον Ραβί και τον πήγε στην τοπική φυλακή. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τον κλείσει στο κελί, ο Ραβί γύρισε και του είπε: "Βλέπεις; Πραγματικά δεν ήξερα πού πήγαινα".
Παλιά χασιδική ιστορία*

Ο Μέγας Αλέξανδρος όλη του τη ζωή έψαχνε το ελιξίριο της ζωής που δίνει την αθανασία και τελικά το βρήκε στην Αραβική Έρημο. Το ελιξίριο βρισκόταν σε μια σπηλιά. Ο Αλέξανδρος μπήκε στη σπηλιά και είδε μια πηγή που έτρεχε κάτω από ένα μεγάλο κρύσταλλο που έλαμπε με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μαγεμένος κοιτούσε αυτό το θαύμα και υποκλίθηκε, έτοιμος να πιει από την πηγή όταν άκουσε ένα κρώξιμο. Ο Αλέξανδρός σκίρτησε, γύρισε και είδε έναν γέρο με γενιά μέχρι το πάτωμα και δίπλα του έναν κόρακα.
Ο γέρος είπε:
- Μη βιάζεσαι! Πριν να πιεις σκέψου καλά. Εγώ ήπια αυτό το νερό και ζω πέντε αιώνες. Εάν ήξερες πόσο κουράστηκα! Είμαι σε απόγνωση, θέλω να πεθαίνω και δε μπορώ. Είμαι κορεσμένος από τη ζωή, δεν έχω επιθυμίες. Η ζωή πρέπει να ανανεώνεται και η ανανέωσης μπορεί να 'ρθει μόνο μετά από το θάνατο.
Η επίδραση αυτών των λέξεων πάνω στον Αλέξανδρο ήταν τόσο μεγάλη, ώστε τρέχοντας βγήκε από τη σπηλιά, πήδηξε στ' άλογό του και κάλπαζε με μεγάλη ταχύτητα μέχρι που έδυσε ο ήλιος.*

Εκείνη την ημέρα όταν ο Μέγας Αλέξανδρος έγινε κυρίαρχος της οικουμένης κλείστηκε στο δωμάτιο του και έκλαιγε. Οι φίλοι του και οι πολέμαρχοί του ήταν στενοχωρημένοι και αμήχανοι. Τι έγινε; Ποτέ δεν τον είδανε να κλαίει. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Ήταν μαζί του σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις, όταν ο θάνατος ήταν δίπλα τους και κανένας ποτέ δεν είδε ούτε ίχνος απελπισίας στον πρόσωπό του. Για όλους πάντα ήταν παράδειγμα ανδρείας. Τι έγινε τώρα όταν όλος ο κόσμος είναι δικός του;
Όλοι μαζί μπήκαν στο δωμάτιο του και τον ρωτήσανε:
- Τι έγινε, γιατί κλαις;
Ο Αλέξανδρος απάντησε:
- Τώρα, όταν νίκησα, κατάλαβα ότι έχασα. Τώρα βρίσκουμε ακριβώς σ' αυτό το σημείο από πού ξεκίνησα αυτήν την κατάκτηση του κόσμου. Αυτό το βλέπω καθαρά μόνο τώρα, γιατί πριν ήμουν στον δρόμο και είχα στόχο μπροστά μου. Όμως τώρα… δεν έχω που να πάω, δεν έχω τι να κατακτήσω, νιώθω μέσα μου ένα απέραντο κενό. Τελικά έχασα.
Ο Αλέξανδρος πέθανε σε ηλικία τριάντα τρία ετών. Όταν τον μετέφεραν στον τάφο του, τα χέρια του κρέμονταν από το φορείο. Αυτή ήταν η διαθήκη του: ήθελε όλοι να βλέπουν πως φεύγει με άδεια χέρια.*

Ήρθε ο Θεός στον Αδάμ και του λέει:
- Έχω για σένα δυο ειδήσεις, η μία καλή, η άλλη κακή.
Ο Αδάμ είπε:
- Πες πρώτα την καλή είδηση.
Ο Θεός άρχισε να του εξηγεί:
- Σου χαρίζω δύο μέρη του σώματος. Η πρώτη λέγεται "μυαλό" και αυτό θα σου δώσει την ικανότητα να διεξάγεις με την Εύα έξυπνες κουβέντες, να επινοήσεις καινούργια πράματα και άλλα. Η δεύτερη λέγεται "πένης". Αυτό θα σου επιτρέπει να πολλαπλασιάζεις το είδος σου πάνω στη γη, ν' αφήσεις απογόνους. Η Εύα θα είναι ευτυχισμένη αφού με αυτό το όργανο θα της δώσεις παιδιά.
Ο Αδάμ χάρηκε πολύ απ' αυτά τα λόγια και φώναξε:
- Τι ωραία είδηση! Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για τα δώρα σου. Και ποια είναι η κακή είδηση;
Ο Θεός με λύπη κοίταξε τον Αδάμ και είπε:
- Η κακή είδηση είναι ότι σου έδωσα αίμα που δεν είναι αρκετό για να χρησιμοποιείς και τα δυο αυτά όργανα.*

Η Πίστη Της Αγάπης
Κάποιος πήγε στην πόρτα του Αγαπημένου και χτύπησε. Μια φωνή ακούστηκε από μέσα:
"Ποιος είναι;".
Αυτός απάντησε:
"Εγώ είμαι".
Η φωνή είπε:
"Δεν υπάρχει χώρος για σένα και για μένα", και η πόρτα έκλεισε γι' αυτόν.
Μετά από ένα χρόνο μόνωσης και στέρησης, επέστρεψε και ξαναχτύπησε.
Μια φωνή από μέσα ρώτησε:
"Ποιος είναι;".
Ο άνθρωπος απάντησε:
"Είμαι εσύ!".
Τότε η πόρτα άνοιξε γι' αυτόν.
Τζελάλ Α-Ντίν Α-Ρουμί (1207-1273)

Ανατολίτικη σοφία
Ένας άνθρωπος ήθελε να προστατέψει το σπίτι του απ' τις κακουχίες και κακούς ανθρώπους. Για αυτό έχτισε γύρω από το σπίτι του ένα υψηλό και χοντρό τοίχο. Όταν όμως ο τείχος ήταν έτοιμος ο άνθρωπος σκέφτηκε πως οι κακοί άνθρωποι μπορούν να τρυπώσουν τον τοίχο ή να υπερπηδήσουν πάνω από τον τοίχο, να μπουν μέσα στο σπίτι και να το πυρπολήσουν ή να το λεηλατήσουν. Γι' αυτό έχτισε έναν άλλο τοίχο, πιο ψηλό και χοντρό από το πρώτο. Μετά τον δεύτερο, τον τρίτο, τον τέταρτο. Όταν ήταν έτοιμος ο τέταρτος τοίχος ο άνθρωπος σκέφτηκε πως πρέπει να κάνει και πέμπτο τοίχο… και αυτή τη στιγμή το σπίτι κατάρρευσε επειδή ήταν παλιό και εγκαταλειμμένο, αφού όλες οι σκέψεις και η έγνοιες του ανθρώπου ήταν για την προστασία του σπιτιού. Ο άνθρωπος με θλίψη κοίταξε τα ερείπια και τους γύρω γύρω μεγαλόπρεπους τοίχους και είπε: "Τι τώρα να προστατέψουν αυτοί οι τοίχοι, αφού δεν υπάρχει σπίτι;".
Όμως εσύ, αγαπητέ μου φίλε συνεχίζεις να βάζεις το ευρώ πάνω στο ευρώ. Τα μαζεύεις και σκέφτεσαι, πως δυστυχώς δεν είναι αρκετά υψηλός και χοντρός ο τοίχος από τα ευρώ που χτίζεις για να προστατέψεις τη ζωή σου.
Κακομοίρη μου! Πότε θα καταλάβεις πως όσο και υψηλοί να είναι οι τοίχοι γύρω σου (λεφτά, χρυσό, ασφάλειες ζωής ) δεν πρόκειται να σε προστατέψουν από τον πόνο και θάνατο. Αντίθετα "το χτίσιμο" αυτό από μόνο του είναι ένας διαρκής "πόνος και βάσανα" από απάτες, σκληρότητα, απανθρωπιά, ταπεινώσεις.
Πότε θα κατανοήσεις δύστυχέ μου! πως αν καταφέρεις να προστατέψεις την ζωή σου από τα εξωτερικά βάσανα (αρρώστιες και εγκλήματα), αυτά θα 'ρθουν από μέσα σου (από τα γηρατειά και πολυτάραχη ή ανέμελη ζωή).
Σε ρωτάω, φίλε μου τι τον θέλεις αυτόν τον τοίχο από λεφτά και χρυσό, εάν η ζωή σου, όπως και εκείνο το σπίτι κατέρρευσε και τελείωσε; Δεν βλέπεις ότι γύρισες την πλάτη σου στη Ζωή σου και βυθίστηκες με τον πρόσωπό σου στον τοίχο που δήθεν θα σου κάνει καλύτερη τη Ζωή;
Συγνώμη, είσαι ανόητος και άβουλος!*

Ένας άνθρωπος όλη τη ζωή του έψαχνε τον Θεό.
Μια φορά στο όνειρό του είδε πως βρέθηκε στον παράδεισο. Εκεί είδε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Όταν ρώτησε, γιατί μαζεύτηκε τόσο κόσμος, του είπαν ότι σήμερα είναι τα γενέθλια του Θεού. Ο άνθρωπος ευλόγησε τη μοίρα του: επιτέλους θα βλέπει με τα μάτια του τον Θεό! Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και ανυπόμονα κοιτούσε τον δρόμο. Ξαφνικά άρχισαν να παίζουν οι φανφάρες και εμφανίστηκε μια πομπή, όπου πάνω σ' ένα άσπρο άλογο καθόταν ένας πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Πίσω του ακολουθούσε μια μεγάλη συνοδεία. Ο άνθρωπος ρώτησε τον διπλανό του:
- Είναι ο Θεός;
- Όχι, είπε ο διπλανός, είναι ο Κρίσνα.
Δεν πρόλαβε να περάσει η πρώτη συνοδεία, εμφανίστηκε η επόμενη.
- Είναι ο Θεός; ξανά ρώτησε ο άνθρωπος.
- Όχι, είναι ο Βούδας, ήταν η απάντηση.
Μετά πέρασαν οι πολυάριθμες συνοδείες του Χριστού, του Μωάμεθ και πολλών άλλων προφητών. "Πότε θα περάσει ο Θεός", σκεφτόταν ο άνθρωπος και με απορία έβλεπε πως λιγοστεύει το πλήθος, πως η φανφάρες σταμάτησαν να παίζουν και τελικά ο άνθρωπος έμεινε μόνος πάνω στον δρόμο.
Ο άνθρωπος ήταν έτοιμος να φύγει όταν στον δρόμο εμφανίστηκε ένας σεμνός και ευπαρουσίαστος γέροντας πάνω σ' ένα άσπρο άλογο. Και δεν τον συνόδευε κανένας…
Ο άνθρωπος τον ακολούθησε και μετά με έκπληξη κατανόησε πως είναι ο Θεός. "Κανένας σ' αυτό το Σύμπαν δεν είναι τόσο μοναχικός όσο ο Θεός!" Μετά τον πλησίασε και ρώτησε:
- Κατάλαβα, είσαι ο Θεός. Όμως γιατί είσαι τόσο μοναχικός.
Τα μάτια του Θεού δάκρυσαν και είπε:
- Όλοι οι άνθρωποι πήγανε πίσω απ' αυτούς που πέρασαν μπροστά σου και κανένας δεν έμεινε μαζί μου. Μαζί μου έμειναν μόνο εκείνοι, οι λίγοι, που δεν ακολουθούν κανένα.

- Είμαι φτωχός και αδύνατος, είπε ο δάσκαλος στους μαθητές του, ενώ εσείς είστε δυνατοί και νέοι και έχετε μια υποχρέωση να βρείτε λεφτά για να μπορεί να επιβιώσει ο γέροντας-δάσκαλός σας.
- Τι μπορούμε να κάνουμε, Δάσκαλε, είπαν οι μαθητές του, αφού ξέρεις ότι οι κάτοικοι αυτής της πόλης είναι τσιγκούνηδες και δεν έχει νόημα να ζητήσουμε τη βοήθειά τους.
- Παιδιά μου, υπάρχει ένας τρόπος για να βρούμε λεφτά. Δε θα είναι αμαρτία αν ληστέψουμε κάποιον πλούσιο, αφού εμείς αξίζουμε πολύ περισσότερο απ' οποιονδήποτε σ' αυτήν την πόλη. Δυστυχώς, είμαι πολύ γέρος για να γίνομε ληστής!
- Εμείς ήμαστε νέοι, θα τα καταφέρουμε! φώναξαν οι μαθητές. Δεν υπάρχει κάτι που δεν θα κάναμε για σένα, Δάσκαλε! Πες τι πρέπει να κάνουμε!
- Είστε δυνατοί, και δεν θα είναι δύσκολο για σας, για να ληστέψετε έναν πλούσιο. Να κρυφτείτε σ' ένα σκοτεινό μέρος, όπου κανένας δε θα σας βλέπει, αρπάξτε τον περαστικό και πάρτε τα λεφτά του, αλλά μην τον τραυματίζετε.
- Να πάμε τώρα, αμέσως, φώναξαν οι μαθητές.
Μόνο ένας μαθητής στεκόταν σιωπηλός με χαμηλωμένα. Και τότε ο Δάσκαλος είπε:
- Οι άλλοι μαθητές μου είναι γεμάτη θέληση να με βοηθήσουν, ενώ εσύ είσαι αδιάφορος.
- Συγνώμη, Δάσκαλε! είπε ο νεαρός μαθητής, αλλά η πρόταση σας είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί!
- Γιατί; ρώτησε ο Δάσκαλος.
- Αφού δεν υπάρχει τέτοιο μέρος όπου κανένας δε θα μας βλέπει, απάντησε ο μαθητής, Δεν μπορώ να επιτρέψω να βλέπω τον εαυτό μου να ληστεύει, καλύτερα να γίνομε ζητιάνος.
Το πρόσωπο του Δασκάλου έλαμψε από τη χαρά και χαμογελώντας αγκάλιασε τον μαθητή του.
- Είμαι ευτυχισμένος, είπε ο Δάσκαλος, γιατί ανάμεσα στους μαθητές μου βρέθηκε τουλάχιστον ένας που κατάλαβε τα λόγια μου! Εσείς ξεχάσατε τα λόγια μου, ότι αυτός που ζει μέσα σας, είναι ο Θεός και αυτός βλέπει τα πάντα.
Οι άλλοι μαθητές κατάλαβαν πως ο Δάσκαλος τους τους δοκίμασε και από ντροπή έσκυψαν τα κεφάλια τους. Από αυτήν την ημέρα, όποτε και να τους επισκεπτόταν μια αναξιοπρεπής σκέψη, οι μαθητές άκουγαν τα λόγια του συμμαθητή τους: "βλέπω τον εαυτό μου".

Ο εργάτης και ο σοφός
Ο σοφός Ινδός Ναράδα ζήτησε από τον Θεό να του δείξει έναν άνθρωπο που αγαπούσε. Ο Κύριος τον συμβούλεψε να ψάξει να βρει κάποιον εργάτη.
-Τι κάνεις για να σε αγαπάει τόσο πολύ ο κύριος; ρώτησε ο Ναράδα τον εργάτη μόλις τον συνάντησε.
-Λέω το όνομά του το πρωί. Δουλεύω όλη τη μέρα, το βράδυ διασκεδάζω λίγο και ξαναλέγω το όνομά του πριν κοιμηθώ.
-Μόνο αυτό;
-Μόνο αυτό.
"Μάλλον βρήκα λάθος άνθρωπο", σκέφτηκε ο Ναράδα. Το ίδιο βράδυ είδε ένα όνειρο: Ο Κύριος εμφανίστηκε στον ύπνο του λέγοντάς του:
-Γέμισε μια γαβάθα με γάλα, πήγαινε στην πόλη και γύρισε χωρίς να χύσεις ούτε μία σταγόνα.
Συνηθισμένος να ακολουθεί τα σημάδια, ο Ναράδα το επόμενο πρωί έκανε αυτό που του είχε ζητήσει ο Κύριος. Το βράδυ είδε άλλο ένα όνειρο, στο οποίο ο Θεός τον ρώτησε:
-Πόσες φορές με σκέφτηκες ενώ κουβαλούσες το γάλα;
-Πώς θα μπορούσα να σε σκεφτώ, Ύψιστε; Ήμουν συγκεντρωμένος για να μην χύσω το περιεχόμενο της γαβάθας.
-Μια απλή γαβάθα σε έκανε να με ξεχάσεις. Ο εργάτης, όμως, με όλες του τις δουλειές και με τη βραδινή του διασκέδαση, με σκέφτεται δύο φορές την ημέρα.

Μόνο η μισή είναι ιερή;
Ο σεβάσμιος Νίτζου πλησίασε τον δάσκαλο, έκανε μια υπόκλιση και κάθισε στο πλευρό του.
-Διαλογίστηκα, προσευχήθηκα και έκανα τις ασκήσεις που μου ζητήσατε. Όλα αυτά όμως δεν γεμίζουν το χρόνο μου και έτσι βγαίνω με τους φίλους και τις φίλες μου.
Ο δάσκαλος δεν είπε τίποτα. Ο Νίτζου συνέχισε:
-Έτσι, έχω συνέχεια την αίσθηση ότι μόνο το μισό από όσα κάνω είναι ιερό.
-Όταν είσαι στο τραπέζι με τους φίλους σου, εφαρμόζεις τις γνώσεις που απέκτησες κατά τη διάρκεια των πνευματικών σου ασκήσεων;
-Όχι. Απλά διασκεδάζω.
-Ολόκληρη η μέρα σου λοιπόν είναι ιερή, γιατί εξισορροπείς την πειθαρχία της αναζήτησης με τη χαρά της ζωής, είπε ο δάσκαλος.

Ενοχή και συγχώρεση
Κατά τη διάρκεια του προσκυνήματός του στη Μέκκα, ένας άγιος άνθρωπος άρχισε να αισθάνεται την παρουσία του Θεού δίπλα του. Ενώ βρισκόταν σε κατάσταση έκστασης, γονάτισε, έκρυψε το πρόσωπό του και προσευχήθηκε:
-Κύριε, θέλω να ζητήσω μονάχα ένα πράγμα στη ζωή μου: να έχω την ευλογία να μην σε προσβάλω ποτέ.
-Δεν μπορώ να σου κάνω αυτή τη χάρη, απάντησε ο Παντοδύναμος. Έκπληκτος, ο άντρας θέλησε να μάθει το λόγο της άρνησης.
-Αν δεν με προσβάλεις ποτέ, δεν θα έχω λόγους για να σε συγχωρήσω, άκουσε τον Κύριο να λέει. Αν δεν χρειάζεται να σε συγχωρήσω, σύντομα θα ξεχάσεις τη σημασία τού να δείχνεις οίκτο προς τους άλλους. Γι' αυτό, συνέχισε το δρόμο σου με αγάπη και άφησέ με να σε συγχωρώ πότε-πότε για να μην ξεχάσεις εσύ ο ίδιος την αρετή αυτή.

Μπεν Σάντοκ
(ένα αφρικάνικο παραμύθι)

Ήταν κάποτε ένας κακός άνθρωπος που τον έλεγαν Μπεν Σάντοκ. Η σκοτεινιασμένη του ψυχή δεν μπορούσε να χαρεί το καλό και το όμορφο. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι πράξεις του κινούνταν σε τόσο σκοτεινές περιοχές, που οτιδήποτε ήταν όμορφο και υγιές δεν μπορούσε να το αντέξει. Μοναδική του χαρά ήταν το να καταστρέφει. Κάποια μέρα περπατούσε σε μια όαση, όταν το κακό βλέμμα του έπεσε πάνω σ' ένα τρυφερό φοινικόδεντρο, που ήταν ακόμη μικρό σε ηλικία και χαιρόταν που μεγάλωνε. Χαρούμενο κουνούσε τα φύλλα του με τον αέρα και απολάμβανε την ύπαρξή του.
Ο Μπεν Σάντοκ πήρε μια βαριά πέτρα και την έβαλε ακριβώς πάνω στην τρυφερή κορφή του νεαρού δέντρου και μετά συνέχισε το δρόμο του μ' ένα απαίσιο γέλιο.
Το φοινικόδεντρο στην αρχή έδειξε ότι βρίσκεται κάτω από δυνατή πίεση. Μετά τινάχτηκε κι έσκυψε προς όλες τις πλευρές, προσπαθώντας να ρίξει από πάνω του την πέτρα. Όμως παρ' όλες του τις προσπάθειες δεν μπόρεσε να τα καταφέρει, η πέτρα ήταν πολύ βαριά.
Ο νεαρός φοίνικας ηρέμησε και αποτραβήχτηκε στον εαυτό του. Για μερικές ημέρες και νύχτες ένιωθε σαν σε όνειρο. Μετά άρχισε να συγκεντρώνει αργά τις δυνάμεις του. Βύθισε βαθιά στη γη τις ρίζες του και ύψωσε την κορφή του προς τον
ουρανό για να μπορέσει να κρατήσει την ισορροπία του. Μ' αυτό τον τρόπο οι ρίζες του έφτασαν στο βάθος της γης, σε υπόγεια νερά, που το δυνάμωσαν.
Με το φως του ήλιου μεγάλωνε η δύναμή του κι έτσι, έγινε ένα πραγματικά επιβλητικό δέντρο.
Ύστερα από χρόνια, ξαναπέρασε απ' την όαση ο Μπεν Σάντοκ για να χαρεί το έργο του. Φανταζόταν το ανάπηρο φυτό και γελούσε χαιρέκακα. Άδικα όμως γύριζε μέσα στην όαση, ψάχνοντας για ένα κατεστραμμένο δεντράκι. Και τότε, ο ωραιότερος φοίνικας της όασης, έσκυψε την κορφή του, του έδειξε την πέτρα που ήταν μέσα στην καρδιά του και είπε με ήπια φωνή:
- Σ' ευχαριστώ Μπεν Σάντοκ, το βάρος που έβαλες επάνω μου με έκανε δυνατό.
Ο γάμος είναι σαν τη σούπα
Ο Αδάμ περπατούσε στους κήπους του Παραδείσου με μια καταβεβλημένη έκφραση στο πρόσωπό του. Ξαφνικά άκουσε τη φωνή του Θεού να τον ρωτάει:
-Τι δεν πάει καλά στη Ζωή σου;
Ο Αδάμ αποκρίθηκε ότι δεν είχε κανέναν για να συζητάει. Ο Θεός, που ήθελε την ευτυχία του, αποφάσισε να δημιουργήσει μια σύντροφο, την οποία θα ονόμαζε "γυναίκα".
-Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, είπε ο Θεός. Αυτό το νέο δημιούργημά μου θα μαγειρεύει, θα πλένει και θα συμφωνεί πάντα με τις αποφάσεις σου. Θα σου χαρίσει κληρονόμους, αλλά δεν θα σε ξυπνάει ποτέ μες στη νύχτα για να τους φροντίσεις. Δεν θα ζηλεύει, θα παραδέχεται πρώτη ότι έκανε λάθος (ακόμα κι αν δεν είναι έτσι) και θα γεμίζει τις μέρες σου με στοργή, αγάπη και τρυφερότητα.
-Και τι θα μου στοιχίσει αυτό; ρώτησε ο Αδάμ.
-Ένα πόδι και ένα χέρι.
-Όχι, είναι πολύ ακριβό το τίμημα. Τι μπορώ να έχω με αντάλλαγμα ένα πλευρό;

Ένας περαστικός τυχαία αντιλήφθηκε ένα κουκούλι στο οποίο εμφανίστηκε μικρό ρήγμα. Ο άνθρωπος ολόκληρες ώρες παρατηρούσε πως απ' αυτή τη χαραμάδα προσπαθούσε να βγει η πεταλούδα. Πέρασε πολύς καιρός και η πεταλούδα άφησε τις προσπάθειές της, και ο άνθρωπος κατάλαβε πως η πεταλούδα αδυνατεί ν' ανοίξει την χαραμάδα για να βγει. Τότε ο άνθρωπος με τον σουγιά του άνοιξε τη χαραμάδα και η πεταλούδα αμέσως βγήκε. Αλλά το κορμάκι της ήταν αδύνατο και τα φτερά της βαριά και ασήκωτα και η πεταλούδα μπορούσε να κινηθεί με πολλές δυσκολίες. Ο άνθρωπος συνέχιζε να παρακολουθεί πιστεύοντας πως σε λίγο θ' ανοίγει τα φτερά της και θα πετάξει. Όμως τίποτα δεν έγινε… η πεταλούδα συνέχιζε να σέρνει το κορμί της και να κουβαλάει τα φτερά της.
Και όλα αυτά έγιναν γιατί ο άνθρωπος θέλοντας να την βοηθήσει δεν κατανόησε ότι η πεταλούδα έπρεπε να δυσκολευτεί και μόνο τότε η δύναμη θα απλωνόταν σε όλο το κορμί της και στα φτερά της.
Η ίδια η ζωή ανάγκαζε την πεταλούδα να προσπαθεί και να αποκτήσει δυνάμεις που θα την επιτρέψουν να σκίζει το κουκούλι, να βγει και να πετάξει.
Δεν πρέπει ν' αποφεύγεις τις δυσκολίες, θα γίνει πολύ δύσκολη η ζωή σου.
Έτσι είναι η ζωή…
Ζήτησα δυνάμεις και η ζωή μου έδωσε δυσκολίες για να γίνω πιο δυνατός.
Ζήτησα σοφία και η ζωή γέμισε με προβλήματα για να τα λύσω.
Ζήτησα πλούτη και η ζωή μου έδωσε μυαλό και μυείς για να δουλέψω.
Η ζωή δε μου έδωσε τίποτα απ' αυτά που ζήτησα, αλλά μου έδωσε όλα τα απαραίτητα για ν' αποκτήσω αυτά που χρειάζομαι.

Μια φορά τον μεγάλο δάσκαλο των σουφί τον Μπαχαουτντίν Αλ Σαχ περιτριγυρισμένο από τους μαθητές του πλησίασε ένας περιπλανώμενος δερβίσης.
– Από πού ήρθες; τον χαιρέτησε ο δάσκαλος με συνηθισμένη φράση των σουφί.
– Δεν γνωρίζω, είπε ο δερβίσης με χαζοχαμόγελο.
Μερικοί μαθητές του Μπαχαουτντίν εξέφρασαν την δυσαρέσκειά τους από αυτήν την ασέβεια.
– Που πας; ρώτησε ο Δάσκαλος.
– Δεν ξέρω, φώναξε ο δερβίσης.
– Τι είναι ο Αλλάχ;
Γύρω τους μαζεύτηκε και άλλος κόσμος.
– Δεν έχω έννοια.
– Τι είναι κακία;
– Δεν ξέρω.
– Τι είναι δίκαιο;
– Αυτό που μου συμφέρει.
Ο κόσμος εκνευρίστηκε από τις απαντήσεις του δερβίση και τον έδιωξε.
– Ανόητοι, είπε ο Μπαχαουτντίν, αυτός ο δερβίσης παρουσίασε το μεγάλο μέρος των ανθρώπων. Εσείς τον διώξατε, ενώ εκείνος απεικόνισε εσάς, την ανοησία σας.*

Κάποτε στον κήπο του Δασκάλου ζούσε μια μαϊμού. Όλοι ξέρουμε πως οι μαϊμούδες είναι περίεργα πλάσματα, δεν ήταν διαφορετική και αυτή η μαϊμού. Άρχισε να παρακολουθεί τον Δάσκαλο. Έβλεπε τον Δάσκαλο να κάθεται σιωπηλός και να μην κάνει τίποτα και άρχισε να τον πλησιάζει. Για αυτήν ήταν μυστήριο αυτή η συμπεριφορά του ανθρώπου. Και βεβαίως για τη μαϊμού το μεγάλο μυστήριο ήταν αυτό που ο άνθρωπος κάθεται ήσυχα, χωρίς να κάνει τίποτα.
Σιγά σιγά η μαϊμού πλησίαζε τον Δάσκαλο, και όσο περισσότερο πλησίαζε, τόσο περισσότερο μεγάλωνε και το ενδιαφέρον της για αυτόν τον άνθρωπο. Η μαϊμού παρατηρούσε πως σιωπούσε όχι μόνο ο άνθρωπος, αλλά και ο χώρος γύρω του.
Η μαϊμού αγάπησε τον Δάσκαλο και να τον παρατηρήσει, έγινε μία από τις αγαπημένες της ασχολίες. Πάντα όταν έβλεπε τον Δάσκαλο στον κήπο, ερχόταν και καθόταν δίπλα του.
Μια φορά ρώτησε τον Δάσκαλο:
– Τι κάνεις; Σε παρακαλώ πες μου, γιατί θέλω να γίνω μαθήτριά σου.
Ο Δάσκαλος ένιωσε μεγάλη συμπόνια για τη μαϊμού και της είπε:
– Δεν κάνω τίποτα. Και εσύ θα μπορούσες να το κάνεις, αφού είναι κάτι πολύ απλό, είναι μη δράση. Κάτσε ήσυχα, θα ‘ρθει η άνοιξη και το χόρτο θα φυτρώνει μόνο του. Απλά κάτσε και μη μιλάς. Κάποια στιγμή, ξαφνικά θα νιώσεις μεγάλη χαρά και γαλήνη, και θα σε επισκεφθεί ο Θεός. Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Η κάθε δράση είναι διαταραχή. Η δράση δημιουργεί ρυτίδες, δημιουργεί κύματα, και αφού ο νους σου είναι σε ταραχή ο Θεός δεν μπορεί να μπει μέσα σου. Ο Θεός μπαίνει όταν ο νους σου είναι ήρεμος, όταν γύρω σου κυριαρχεί η σιγή. Εκείνος μπαίνει δια της πόρτας της Σιωπής, και αυτό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μόνο όταν εσύ δεν κάνεις τίποτα. Λοιπόν, μπορείς να το κάνεις, μπορείς να δοκιμάσεις;
Η μαϊμού αρνητικά κούνησε το κεφάλι της και είπε:
– Φοβάμαι πως αυτό είναι αδύνατον. Εγώ νόμιζα πως είναι κάτι που θα μπορούσα να το κάνω κι εγώ, αλλά να μην κάνω τίποτα, για μένα είναι αδύνατον. Εάν μου έλεγες να φτάσω στο φεγγάρι, θα το έκανα, αν μου έλεγες να εξαφανίσω το βουνό θα το κατάφερνα. Όμως να κάτσω ήσυχα, να μην κάνω τίποτα, αυτό είναι αδύνατον. Αυτό θα ήταν αντίθετο με την φύση μου, αυτό θα με τρέλανε. Εάν ο Θεός έρχεται μέσω της σιγής, τότε ο Θεός δεν είναι για μένα, και εγώ δεν είμαι για τον Θεό.*

Ο οδηγός ταξί και ο ιερέας
Ένας ιερέας πέθανε και πήγε κατευθείαν στον παράδεισο. Μόλις έφτασε εκεί, τον υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος, έκανε μια βόλτα στους κήπους και ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι ένας οδηγός ταξί από την ενορία του, ο οποίος είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν γιατί οδηγούσε πολύ άσχημα και σκοτώθηκε σ’ ένα ατύχημα, είχε θέση σε υψηλότερη σφαίρα της ουράνιας ιεραρχίας.
— Δεν καταλαβαίνω, διαμαρτυρήθηκε στον Άγιο Πέτρο. Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στο εκκλησίασμα μου και αυτός ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτα για να αξίζει να βρίσκεται εδώ!
— Κοιτάξτε, εδώ στον ουρανό δίνουμε πάντα σημασία στο αποτέλεσμα. Πείτε μου το εξής: Οι άνθρωποι πρόσεχαν πάντα όσα λέγατε;
— Πράγματι, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν κατάφερνα πάντα να εκφράσω σωστά τη σημασία της πίστης. Μερικές φορές πρόσεχα ότι ορισμένοι ενορίτες μου κοιμόντουσαν κατά τη διάρκεια των κηρυγμάτων μου.
— Τότε λοιπόν καταλαβαίνετε γιατί αυτός ο οδηγός έχει τόσα προνόμια εδώ. Όταν οι άνθρωποι έμπαιναν στο ταξί του, ακόμα και ορισμένοι άπιστοι άλλαζαν πεποιθήσεις: Όχι μόνο έμεναν ξύπνιοι, αλλά και προσεύχονταν συνέχεια!
Π. Κοέλιο

Κάποτε ζούσαν τρεις καλόγεροι. Ο ένας έδωσε τάμα και διάλεξε ως έργο ζωής να συμφιλιώνει τους ανθρώπους που μάλωσαν. Ο δεύτερος, να επισκέπτεται τους αρρώστους. Ο τρίτος απομακρύνθηκε στην έρημο για σιωπηρή ζωή.
Μετά από ένα χρόνο ο πρώτος απογοητεύτηκε αφού δεν έβλεπε πρόοδο στο έργο του και λυπημένος πήγε να δει τον άλλο μοναχό. Βρήκε και εκείνον εξαντλημένο, έτοιμο να απαρνηθεί το τάμα του. Αποφάσισαν να επισκεφτούν τον ερημίτη και του είπαν τα παράπονά τους. Μετά ζήτησαν να τους πει πως προχωράει το δικό του έργο και τι καλό έκανε εδώ στην έρημο. Ο ερημίτης τους κοιτούσε σιωπηρός, ύστερα γέμισε με νερό ένα φλιτζάνι και τους είπε:
– Κοιτάξτε το νερό.
Το νερό ήταν θολό και τίποτε δεν έβλεπαν μέσα του. Πέρασαν μερικά λεπτά και ο ερημίτης τους είπε:
– Κοιτάξτε, τώρα το νερό έχει κατασταλάξει.
Όταν οι μοναχοί κοίταξαν το νερό είδαν τα πρόσωπά τους σαν στον καθρέπτη. Τότε ο ερημίτης τους είπε:
– Ο άνθρωπος που ζει μέσα στην κοινωνία, μέσα στα σούρτα-φέρτα της καθημερινότητας δεν βλέπει, δεν κατανοεί την άσκοπη, άδεια, θλιβερή και θολή ζωή που βιώνει, δεν βλέπει την μιζέρια της ύπαρξής του και των γύρω του ανθρώπων. Μόνο μέσα στη σιωπηρή μοναχικότητα και τον διαλογισμό αποκτάει την δυνατότητα να κατανοήσει και να βλέπει τον εαυτό του.*

Κύριος χαμογελάει μόνο σε δυο περιπτώσεις
Υπάρχουν δυο περιπτώσεις όταν ο Κύριος δεν μπορεί να μη χαμογελάσει.
Η πρώτη περίπτωση, όταν ο άνθρωπος είναι ετοιμοθάνατος, ενώ ο γιατρός λέει στην μητέρα του: «Μη φοβάστε, θα τον σώσω». Τότε ο γιατρός ξεχνάει πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει κατά τη βούληση του Θεού. Κι ακούγοντας τον ο Θεός σκέφτεται «Πόσο αφελής είναι αυτός ο άνθρωπος όταν καυχιέται ότι θα σώσει τη ζωή του πελάτη του και δεν γνωρίζει ότι αυτός πεθαίνει κατά τη θέλησή Μου».
Και ακόμη μια φορά ο Θεός χαμογελάει όταν δυο αδέλφια μοιράζουν τη γη που τους άφησε ο πατέρας τους και λένε: «Αυτή η γη είναι δική μου και αυτή είναι δική σου». Και ο Κύριος χαμογελάει και λέει: «Όλο το Σύμπαν Μου ανήκει, ενώ αυτά τα ανόητα αδέλφια λένε: «Αυτή η γη είναι δική μου και αυτή είναι δική σου»».*

Η γριά που πάντα έκλεγε
Μια ηλικιωμένη γυναίκα πάντα έκλεγε. Είχε δύο κόρες, τη μεγάλη παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε ομπρέλες και τη μικρή που παντρεύτηκε τον έμπορα που πουλούσε λαζάνια. Έκλεγε, γιατί όταν είχε καλό καιρό αυτή σκεφτόταν τη μεγάλη κόρη «Τι δυστυχία! Ο καιρός είναι καλός και κανένας δε θ’ αγοράσει από το περίπτερο της κόρης μου ομπρέλες».
Όταν, όμως ο καιρός ήταν κακός και έβρεχε, αυτή σκεφτόταν τη μικρή κόρη: «Η κόρη μου δε θα πουλήσει λαζάνια αφού δεν υπάρχει ήλιος να τα αποξεραίνει. Τι θα κάνει η καημένη!»
Και έτσι έκλεγε και θρηνούσε και με καλό καιρό και με κακό, μια φορά για τη μεγάλη κόρη και άλλη φορά για τη μικρή. Οι γείτονες την λυπόντουσαν, όμως δεν ήξεραν πώς να την βοηθήσουν.
Μια φορά την είδε να κλαίει ένας καλόγερος και όταν άκουσε την αιτία γέλασε και είπε:
– Θα σου πω τον τρόπο πώς να απαλλαχθείς από την δυστυχία και δε θα κλαις άλλο. Πρέπει ν’ αλλάξεις τον τρόπο σκέψεις, αυτό είναι όλο: όταν είναι καλός ο καιρός θα σκέφτεσαι όχι την μεγάλη κόρη, αλλά τα λαζάνια της μικρής κόρης, θα λες: «Τι ωραία! Τα λαζάνια της μικρής μου κόρης θα ξεραίνονται με καλύτερο τρόπο και θα πουλήσει πολλά». Ενώ όταν θα έχουμε βροχή να σκεφτείς τη μεγάλη κόρη: «Να και η βροχή! Σήμερα η κόρη μου θα πουλήσει πολλές ομπρέλες».
Η γριά άκουσε τον καλόγερο και με μεγάλη χαρά ακολούθησε τις συμβουλές του και από τότε πάντα ήταν χαρούμενη.*

Κλέφτης
Ένας άνθρωπος έχασε το τσεκούρι του. Σκέφτηκε ότι το έκλεψε ο γιος του γείτονα και άρχισε να τον παρακολουθεί και έβλεπε πως περπατάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, μιλάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, κοιτάει σαν άνθρωπος που έκλεψε το τσεκούρι, δηλαδή η κάθε κίνησή του η χειρονομία έλεγε πως είναι κλέφτης.
Πέρασαν μερικές μέρες και ο άνθρωπος βρήκε το τσεκούρι στο σπίτι του. Την άλλη μέρα όταν είδε τον γιο του γείτονα αντιλήφθηκε πως ούτε το βάδισμα, ούτε η ομιλία, ούτε το βλέμμα δείχνουν ότι είναι κλέφτης.*

Μια φορά ένας νεαρός ρώτησε τον γέρο-ραβίνο:
– Είχα πολλές φορές ακούσει πως στο παρελθόν οι άνθρωποι έβλεπαν τον Θεό με τα μάτια τους, συναντούσαν τον Θεό. Κάποτε ο Θεός κατέβαινε στη γη και μιλούσε με κάποιους ανθρώπους. Τι έγινε τώρα; Γιατί δεν τον βλέπουμε να περπατάει πάνω στη γη; Γιατί δεν υποστηρίζει τους ανθρώπους που σκοντάφτουν;
Ο γέρο-ραβίνος κοίταξε τον νεαρό και είπε:
– Παιδί μου! Ο Θεός και τώρα είναι ανάμεσά μας, αλλά οι άνθρωποι ξέχασαν πώς πρέπει να σκύβουν τόσο χαμηλά, ώστε να Τον βλέπουν.*

Κατανόηση
Μια φορά ένας μαθητής συνόδευε τον ραβίνο δάσκαλό του, όταν εκείνος έκανε βόλτα μες στο δάσος. Ακούγοντας το κελάηδισμα των πουλιών ο μαθητής είπε:
– Πόσο θα ήθελα να καταλάβω τι λένε το πουλιά.
– Μήπως είσαι σίγουρος πως καταλαβαίνεις αυτά που λες εσύ ο ίδιος; ρώτησε ο δάσκαλος.*

Θαύμα
Τρεις οδοιπόροι μια νύχτα κάθονταν δίπλα στη φωτιά και συζητούσαν για τους ραβίνους τους. Ο καθένας μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ραβίνο του, για το θαύμα που έκανε ο πνευματικός του πατέρας. Ο πρώτος διηγούταν πως δεκαπέντε χρόνια με τη γυναίκα του δεν είχαν παιδιά και μόνο χάρη στην ευλογία του ραβίνου η γυναίκα του γέννησε μια κόρη.
Ο άλλος είπε μια ιστορία με τον άτακτο γιο του τον οποίον απέτρεψε απ’ τα ναρκωτικά μόνο η ευλογία του ραβίνου του.
Ο τρίτος διηγήθηκε στους συνοδοιπόρους του πως ο ραβίνος του τον ευλόγησε για μια ριψοκίνδυνη αγοροπωλησία και αυτός επένδυσε όλα τα λεφτά του και όλα τα έχασε.
– Και πού είναι εδώ το θαύμα; ρώτησαν με απορία οι συνοδοιπόροι τον φίλο τους.
– – Θαύμα αποτελεί αυτό που διατήρησα την πίστη μου στον Θεό και στον ραβίνο μου.
Εάν είσαι το αφεντικό στο σπίτι σου
Ένας Εβραίος ήρθε στον ραβίνο και άρχισε να παραπονιέται πως τον κυνηγάνε διάφορες βρώμικες σκέψεις και νοσηρές φαντασίες που δεν τον αφήνουν να σκέφτεται για ηθικά και ιερά πράγματα. Ο ραβίνος είπε:
– Πρέπει να πας στον ραβίνο Ζέεβ από το Ζιτόμιρ.
Ο Εβραίος αμέσως πήρε τον δρόμο προς το Ζιτόμιρ και έφτασε στο σπίτι του Ζέεβ τη νύχτα. Πολύ καιρό ο επισκέπτης χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, αλλά κανένας δεν του άνοιξε. Έτσι όλη τη νύχτα στεκόταν μπροστά στην πόρτα.
Το πρωί ο ραβίνος άνοιξε την πόρτα και ο επισκέπτης είπε στον νοικοκύρη:
– Μ’ έστειλε σ’ εσάς ο ραβίνος μου, αλλά δεν είπε γιατί….
Ο Ζέεβ από το Ζιτόμιρ είπε:
– Θα σου πω γιατί. Για να καταλάβεις πως όταν ο άνθρωπος είναι αφεντικό του σπιτιού του οι απρόσκλητοι επισκέπτες δε θα μπουν μέσα…*

Μια φορά στον ραβίνο από την Κότσκα ήρθε ένας μαθητής του για να του πει για τα προβλήματά του:
– Στο Ρούζιν που ζούσαμε πριν όλα ήταν μια χαρά είχα τις ευλαβικές προσευχές μου και την ήρεμη μάδηση. Εδώ όλα άλλαξαν, δε με βοηθάνε η προσευχές μου και δεν ευχαριστιέμαι από την μάθηση. Είμαι συγχυσμένος, συχνά βασανίζομαι και κλαίω. Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε, να με απαλλάξετε από τα βάσανα.
Ο ραβίνος τον κοίταξε με αγάπη και συμπόνια και του είπε:
– Παιδί μου! ίσως ο Θεός περισσότερο θέλει τα δάκρια και τα βάσανά σου και όχι τις προσευχές σου και την ήρεμη ζωή.*

Στην πόρτα του σπιτιού του ραβίνου χτύπησε ένας ζητιάνος. Ο ραβίνος δεν είχε λεφτά και του έδωσε ένα δαχτυλίδι. Η γυναίκα του ραβίνου άρχισε να τον επιπλήττει αφού έδωσε στον ζητιάνο πολύ ακριβό πράμα με μεγάλη και πολύτιμη πέτρα. Τότε ο ραβίνος φώναξε τον ζητιάνο πίσω και του είπε:
– Μόλις τώρα γνώρισα πως το δαχτυλίδι που σου έδωσα είναι πολύ ακριβό, κοίτα μην το πουλήσεις πολύ φτηνά.*

Ο βοσκός και ο σύμβουλος
Ο βοσκός οδηγεί το μεγάλο κοπάδι του στα μακρινά βοσκοτόπια και ξαφνικά μπροστά του εμφανίζετε ένα καινούριο «Jeep Cherokee». Οδηγός του είναι ένας νεαρός που φοράει κουστούμι απ’ τον «Brioni», παπούτσια απ’ τον «Gucci», γυαλιά «Ray Ban» και γραβάτα «YSL», που κατεβάζει το παράθυρο του αυτοκίνητου και λέει:
– Εάν θα σου πω, πόσα είναι τα πρόβατα στο κοπάδι σου θα μου δώσεις ένα;
Ο βοσκός τον κοίταξε προσεκτικά και είπε:
– Εντάξει, θα το δώσω.
Ο νεαρός βγαίνει από το τζιπ του, ανοίγει το φορητό κομπιούτερ του, το συνδέει με το κινητό του τηλέφωνο, μπαίνει στο σέρβερ του NASA, καλεί το δορυφορικό ναυσιπλοϊκό σύστημα GPS, σαρώνει την περιοχή που βρίσκονται, ανοίγει τη βάση δεδομένων και τους πίνακες του Excel με πολύπλοκους τύπους και στο τέλος τυπώνει στον φορητό εκτυπωτή 15 σελίδες με αποτελέσματα, γείρει στον βοσκό και του λέει:
– Το κοπάδι σου έχει 1586 πρόβατα.
– Σωστά, απαντάει ο βοσκός, πάρε ένα πρόβατο.
Βλέπει πως ο νεαρός οδηγεί το ζώο στο τζιπ του και λέει:
– Εάν θα σου πω τι είδους μπίζνες κάνεις, θα μου επιστρέψεις το πρόβατό μου;
– – Συμφωνώ, ενώ αν δεν το μαντέψεις θα μου δώσεις, άλλο ένα πρόβατο.
– – Καλώς, λέει ο βοσκός, είσαι σύμβουλος.
– – Σωστά, λέει ο νεαρός, πώς το κατάλαβες.
– – Δεν ήταν δύσκολο: εμφανίστηκες από πουθενά, όταν κανένας δε σε κάλεσε, θέλεις να πάρεις αμοιβή για αυτό που εγώ ήδη γνωρίζω και χωρίς εσένα, και τελικά δεν ξέρεις τίποτα για το δικό μου μπίζνες, αφού πήρες τον σκύλο μου που φυλάγει τα πρόβατα.*

Ένας γέρος έμπορος που ήταν φιλάργυρος συνάντησε στο ταξίδι του έναν σούφι. Ο δρόμος ήταν μακρινός και ο τσιγκούνης άρχισε να διηγείται στον σούφι για τη ζωή του. Του έλεγε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις λεφτά, πως μάζεψε αρκετά πλούτη με οικονομία και ολιγάρκεια και πόσο μισεί τους συγγενείς του που τον φθονούν για τα πλούτη του.
– Και το πιο προσβλητικό, έλεγε ο αγανακτισμένος έμπορος, αυτοί οι άθλιοι ζητιάνοι με αποκαλούν τσιγκούνη γιατί ξέρω να οικονομάω.
– Δεν έχουν καθόλου δίκαιο, με σοβαρό ύφος είπε ο σούφι, ποιο ανοιχτοχέρη άνθρωπο από σένα δεν είχα συναντήσει στη ζωή μου!
– Αλήθεια! με απορία και δυσπιστία είπε ο τσιγκούνης.
– Αλήθεια. Εσύ μόνο νομίζεις πως είσαι φειδωλός. Στην πραγματικότητα η γενναιοδωρία σου δεν έχει όρια. Αφού πλησιάζει η ημέρα όταν θα μοιράζεις όλα τα πλούτη σου μεταξύ των κληρονόμων, αυτών που αγαπάς, ακόμα και αυτών που μισείς.*

Σ’ έναν σούφι είπαν:
– Αξιότιμε, ελάτε να συζητήσουμε για τον Θεό.
– Καλύτερα να σιωπήσουμε για τον Θεό.
– Γιατί, όμως;
– Εάν για τον Θεό θα μιλήσετε εσείς, αυτό θα είναι για Εκείνον προσβολή. Εάν για τον Θεό μιλήσω εγώ, αυτό θα είναι πάρα πολύ μεγάλη τιμή για μένα.*

Καυγάς
Ο Μωάμεθ και ο Αλί μια φορά συνάντησαν έναν άνθρωπο που θεωρούσε τον Αλί εχθρό του και άρχισε να τον βρίζει. Ο Αλί με υπομονή και σιωπώντας για πολύ καιρό άκουγε, αλλά μετά δεν άντεξε και άρχισε να απαντάει στις βρισιές με βρισιές. Τότε ο Μωάμεθ απομακρύνθηκε από τους καβγατζήδες.
Όταν ο καυγάς τελείωσε ο Αλί πλησίασε τον Μωάμεθ και του είπε:
– Πώς μπόρεσες και με άφησες μόνο για ν’ ακούω τις βρισιές αυτού του άθλιου ανθρώπου;
– Όταν αυτός ο άνθρωπος σε ύβριζε και εσύ σιωπούσες, είπε ο Μωάμεθ, εγώ έβλεπα γύρω σου δέκα αγγέλους που του απαντούσαν. Όμως, όταν εσύ ο ίδιος άρχισες να βρίζεις οι άγγελοι έφυγαν, μετά απομακρύνθηκα και εγώ.*

Ο μάγος και τα πρόβατα
Ζούσε κάποτε ένας πλούσιος μάγος που είχε πολλά πρόβατα. Ο μάγος ήταν πολύ τσιγκούνης και δεν ήθελε να πληρώσει τους βοσκούς, δεν ήθελε να χτίσει φράχτη γύρω από τη βοσκή. Γι’ αυτό τα πρόβατα συνέχεια χάνονταν στο δάσος ή έπεφταν στον γκρεμό. Και το βασικό, τα πρόβατα έφευγαν απ’ τον μάγο γιατί ήξεραν πως ο μάγος χρειάζεται κρέας και δέρμα.
Τελικά ο μάγος βρήκε τον τρόπο να λύσει το πρόβλημα. Ο μάγος υπνώτισε τα πρόβατα και τους υπέβαλε πως είναι αθάνατοι, πως γδέρνοντάς τα δεν προκαλεί ζημιά στην υγεία τους, αλλά το αντίθετο, αυτή η διαδικασία είναι για αυτούς ευχάριστή, ακόμη και ωφέλιμη. Επίσης τους έβαλε στο νου πως αυτός ο ίδιος είναι ο καλός τους πατέρας και πολύ τους αγαπά και φροντίζει και είναι έτοιμος να κάνει για το κοπάδι του τα πάντα για να είναι ευτυχισμένο. Και τελικά τους υπέβαλε τη σκέψη πως καθόλου δεν είναι πρόβατά, αλλά είναι λιοντάρια, οι άλλοι είναι αετοί, οι άλλοι είναι άνθρωποι και μερικοί είναι μάγοι.
Ύστερα από αυτό όλες οι έγνοιες και οι ανησυχίες τελείωσαν, τα πρόβατα δεν έφευγαν και με υπομονή περίμεναν εκείνη την ώρα όταν ο μάγος θα θέλει το κρέας τους και το δέρμα τους.
Στον Δάσκαλο-δερβίση ήρθε ένας άνθρωπος που θεωρούσε τον εαυτό του γενναίο παλικάρι και με υπεροψία είπε:
– Είχα πολλές μάχες και πάντα νικούσα τους εχθρούς μου. Οι μυείς μου είναι σκληροί σαν βράχοι. Εσύ και οι μαθητές σου είστε αδύναμοι και φοβητσιάρηδες και δεν γνωρίζετε τι είναι η γενναιότητα. Και δεν σας έδωσε ο Θεός την χάρη να γίνεστε αληθινοί άνδρες.
– Ξέρεις να ρίχνεις από τον τόξο; ρώτησε ο Δάσκαλος.
– Βεβαίως, είπε ο άνθρωπος και μετά πήρε τον τόξο του και έριξε τρεις φορές συνέχεια. Το δεύτερο βέλος, έφτασε το πρώτο και το τρίτο καρφώθηκε στο δεύτερο.
– Είσαι καλός σκοπευτής, είπε ο δερβίσης, αλλά αυτό δεν είναι τέλεια τέχνη και η γενναιότητα σου δεν είναι αληθινή.
– Πρέπει να το αποδείξεις, φώναξε ο οργισμένος άνδρας, αλλιώς θα πληρώσεις με τη ζωή σου για αυτά τα λόγια.
– Εντάξει, πάμε μαζί μου και θα σου δείξω τη διαφορά.
Ο Δάσκαλος τον πήγε στην άκρη ενός γκρεμού, το πάτος του οποίου ούτε φαινόταν. Ο δερβίσης στάθηκε πάνω στην άκρη, έτσι ώστε οι πτέρνες του κρέμονταν στον αέρα, και κάλεσε τον «παλικαρά»:
– Έλα και στάσου δίπλα μου.
Ο άνδρας πλησίασε και κοίταξε στο γκρεμό, ξαφνικά χλόμιασε και γρήγορα αποσύρθηκε από την άκρη. Ο Δάσκαλος είπε:
– Ο αληθινός άνδρας δεν αλλάζει, ανεξαρτήτως αν βλέπει τον γαλανό ουρανό ή κοιτάζει στο γκρεμό, συναντάει δαίμονες ή μιλάει με τους αγγέλους, ενώ εσύ στέκεσαι λουσμένος με κρύο ιδρώτα από το φόβο σου.*

Ένας πατέρας: «Τι να κάνω ραβί, ο γιος μου αποστάτησε από το Θεό»;
Ο ραβί Μπααμ Σεμ Τοβ: «Να τον αγαπάς όσο δυνατά μπορείς».*

Συνέχεια στον Βούδα ερχόταν κόσμος να τον ακούσει όταν μιλούσε για τον άνθρωπο και την τύχη του. Κάθε βράδυ ένας νεαρός ερχόταν να τον ακούσει. Εδώ και χρόνια ο νεαρός άκουγε τον Βούδα, αλλά ποτέ δεν τον πλησίασε.
Ένα απόγευμα ήρθε πιο νωρίς και αφού ο Βούδας ήταν μόνος τον πλησίασε και του είπε:
– Δάσκαλε, έχω μια ερώτηση που γεννάει πολλές αμφιβολίες.
– Ναι, σ’ ακούω. Στο μονοπάτι προς τη φώτιση δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολίες.
– Βλέπω πως έχετε πολλούς μαθητές απ’ όλη τη χώρα, είναι εδώ ασκητές, καλόγεροι και περισσότεροι απ’ όλους απλοί άνθρωποι που έρχονται σε σας να γνωρίζουν τη Νιρβάνα. Βλέπω πως μερικοί γνώρισαν την απελευθέρωση, οι άλλοι ένιωσαν κάποιες αλλαγές στην ζωή τους προς το καλό. Αλλά, Δάσκαλε βλέπω και πάρα πολλούς – είμαι ανάμεσά τους κ’ εγώ – που στη ζωή τους δεν άλλαξε τίποτα, και ίσως κάποιοι έγιναν χειρότεροι απ’ αυτό που ήταν. Γιατί αυτό, Δάσκαλε; Οι άνθρωποι χρόνια έρχονται σε σας, σ’ έναν μεγάλο άνθρωπο, φωτισμένο και ισχυρό να τους βοηθήσει. Γιατί δεν χρησιμοποιείτε τη δύναμή σας, την αγάπη σας για να φωτιστούν όλοι;
Ο Βούδας χαμογέλασε και μετά ρώτησε:
– Που ζεις νεαρέ, που γεννήθηκες;
– Ζω εδώ στο Σαβάτχι, αλλά είμαι από την πόλη Ρατζαγκρίχα.
– Κάνεις επισκέψεις στη Ρατζαγκρίχα;
– Βεβαίως, έχω εκεί συγγενείς και φίλους.
– Τότε ίσως καλά ξέρεις και τον δρόμο προς την πατρίδα σου.
– Μάλιστα, τον ξέρω πολύ καλά.
– Υποθέτω, πως και οι συγγενείς σου και οι φίλοι σου έρχονται στην Ρατζαγκρίχα για να σε δουν. Είμαι σίγουρος πως με υπομονή και λεπτομέρειες τους εξήγησες τον δρόμο προς την Σαβάτχι.
– Και αυτοί οι άνθρωποι στους οποίους δίνεις σαφείς οδηγίες πώς να φτάσουν στον προορισμό τους, όλοι έχουν φτάσει στη Σαβάτχι;
– Όχι, βέβαια! Μόνο εκείνοι που περπάτησαν τον δρόμο μέχρι το τέλος έφτασαν στο σπίτι μου.
Έτσι ακριβός είναι και με τη Διδασκαλεία μου. Έρχονται πολλοί για να γνωρίσουν τον δρόμο προς τη φώτιση, γιατί ξέρουν πως υπάρχει άνθρωπος που περπάτησε αυτόν τον δρόμο από την αρχή μέχρι το τέλος. Και εγώ τους δίνω τις οδηγίες με λεπτομέρειες και ακρίβεια, ενώ οι περισσότεροι σκέφτονται: «Ναι καλός ο δρόμος, όμως μακρύς και κουραστικός» και δεν κάνει ούτε το πρώτο βήμα. Μπορείς να μου πεις πως αυτός ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στο τέλος. Δεν μπορώ να κουβαλάω τον καθένα πάνω στους ώμους μου. Ο καθένας πρέπει μόνος να περπατήσει αυτό το μονοπάτι. Εκείνος που έκανε το πρώτο βήμα, είναι πιο κοντά στον στόχο του ένα βήμα λιγότερο. Εκείνος που έκανε εκατό βήματα είναι πιο κοντά στον στόχο του εκατό βήματα λιγότερο. Εκείνος που έκανε όλα τα βήματα, έφτασε στο τέλος. Και τα βήματα πρέπει να τα κάνετε μόνοι σας.*

Πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, όταν ζούσε ο Κομφούκιος, πήγε να επισκεφθεί ένα χωριό. Στον κήπο, είδε ένα γέρο κηπουρό και το γιο του να βγάζουν νερό από το πηγάδι. Για το γέρο, το να βγάλει νερό από το πηγάδι ήταν μια δουλειά πολύ δύσκολη, ακόμη και με τη βοήθεια του γιου του. Και ο γέρος ήταν πάρα πολύ γέρος.
Ο Κομφούκιος αναρωτήθηκε αν αυτός ο γέρος δεν ήξερε πως τώρα χρησιμοποιούσαν βόδια και άλογα για να τραβήξουν το νερό απ' το πηγάδι. Κι εκείνος χρησιμοποιούσε τόσο παλιές μεθόδους!
Έτσι, ο Κομφούκιος πήγε στο γέρο και τον ρώτησε: «Φίλε μου, δεν ξέρεις ότι υπάρχει μια καινούργια εφεύρεση; Οι άνθρωποι βγάζουν νερό από τα πηγάδια με τη βοήθεια βοδιών και αλόγων. Εσύ γιατί το κάνεις μόνος σου;
Ο γέρος είπε: «Μίλα σιγά, μίλα σιγά! Δεν με νοιάζει για μένα, φοβάμαι όμως μη το ακούσει ο γιος μου!»
Ο Κομφούκιος ρώτησε: «Τι εννοείς;»
Ο γέρος απάντησε: «Ξέρω γι' αυτές τις εφευρέσεις, μα όλα αυτά απομακρύνουν τον άνθρωπο από τη σωματική δουλειά, Δεν θέλω να ξεκοπεί ο γιος μου από τη σωματική δουλειά, γιατί τη μέρα που θα το κάνει, θα ξεκοπεί από την ίδια τη ζωή.»*

Κάποτε ζούσε ένας αυτοκράτορας. Κάθε μέρα, συνήθιζε να εξαφανίζεται σε ένα δωμάτιο, μέσα στο παλάτι του. Η οικογένεια του, οι άνθρωποι του, οι φίλοι του, οι υπουργοί του έβλεπαν με έκπληξη αυτή τη συνήθεια. Κρατούσε πάντοτε μαζί του το κλειδί αυτού του δωματίου κι όταν έμπαινε μέσα, κλείδωνε την πόρτα. Δεν υπήρχε άλλη πόρτα στο δωμάτιο και δεν υπήρχε ούτε παράθυρο. Κάθε μέρα έμπαινε μέσα στο δωμάτιο και καθόταν εκεί για μία ώρα.
Κανένας δεν ήξερε τι έκανε εκεί ούτε καν οι γυναίκες του. Όταν τον ρωτούσαν τι έκανε εκεί μέσα, εκείνος χαμογελούσε και παρέμενε σιωπηλός. Δεν έδινε ποτέ το κλειδί σε κανέναν. Η περιέργεια των ανθρώπων μεγάλωνε κάθε μέρα: «Μα, τι κάνει επιτέλους εκεί μέσα;» Κανένας δεν ήξερε. Ο αυτοκράτορας καθόταν μία ώρα μέσα στο δωμάτιο, ύστερα έβγαινε σιωπηλός, κλείδωνε την πόρτα, έβαζε το κλειδί στην τσέπη του και την επόμενη μέρα έκανε και πάλι το ίδιο. Όταν η περιέργεια των ανθρώπων κορυφώθηκε, συνωμότησαν για να ανακαλύψουν τι κάνει.
Οι γυναίκες του, οι γιοι του, οι κόρες του και οι υπουργοί του πήραν όλοι μέρος στη συνωμοσία.
Ένα βράδυ έφτιαξαν μια τρύπα στον τοίχο, ώστε να μπορούν να βλέπουν τι κάνει. Την επόμενη μέρα, όταν ο αυτοκράτορας μπήκε στο δωμάτιο, μαζεύτηκαν όλοι από την άλλη πλευρά του τοίχου κι έβαλαν ένας- ένας το μάτι στην τρύπα, για δουν τι έκανε.
Ο αυτοκράτορας μπήκε μέσα στο δωμάτιο κι έβγαλε τα ρούχα του. Ύστερα, άπλωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και είπε: «Ω, Θεέ! Ο άνθρωπος που φορούσε αυτά τα ρούχα δεν είμαι εγώ. Δεν είναι αυτή η
πραγματικότητα μου. Αυτή η γύμνια είναι η πραγματικότητα μου.» Κι ύστερα άρχισε να χοροπηδάει και να ουρλιάζει και να φέρεται σαν τρελός.
Όποιος κοίταζε από την τρύπα, πάθαινε σοκ κι έλεγε: «Τι κάνει ο αυτοκράτορας; Εγώ νόμιζα ότι προσεύχεται ή ότι κάνει γιόγκα. Λυτό όμως; Μα τι κάνει εκεί;»
Κι ο αυτοκράτορας είπε στο Θεό: «Αυτός ο σιωπηλός και ειρηνικός άνθρωπος που στεκόταν ντυμένος μπροστά σου είναι απολύτως ψεύτικος. Ήταν ένας καλλιεργημένος άνθρωπος. Εγώ τον έφτιαξα, μέσα από τις προσπάθειες μου. Στην πραγματικότητα, εγώ είμαι έτσι. Αυτή είναι η πραγματικότητα μου, αυτή είναι η γύμνια μου κι αυτή είναι η τρέλα μου. Αν αποδέχεσαι την πραγματικότητα μου, τότε είναι εντάξει, επειδή μπορώ να εξαπατώ τους ανθρώπους, μα πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους ότι δεν είμαι γυμνός, φορώντας ρούχα, μα εσύ γνωρίζεις πολύ καλά πως είμαι γυμνός. Πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους πως είμαι πολύ σιωπηλός και μακάριος, εσύ όμως με γνωρίζεις πολύ βαθιά. Πώς μπορώ να εξαπατήσω εσένα; Μπροστά σου είμαι απλώς ένας άνθρωπος.»*

Ο Μιλαρέπα ήταν μύστης και ζούσε στο Θιβέτ. Μια μέρα, τον επισκέφθηκε ένας νεαρός και του είπε: «Θέλω να αποκτήσω δυνάμεις. Σε παρακαλώ, δώσε μου ένα μάντρα.»
Ο Μιλαρέπα είπε: «Εμείς εδώ δεν έχουμε μάντρας. Ημείς είμαστε μύστες. Τα μάντρας είναι για τους μάγους
και για τους ζογκλέρ. Γιατί θα έπρεπε να χρειαζόμαστε δυνάμεις εμείς;»
Όσο περισσότερο όμως αρνιόταν ο Μιλαρέπα, τόσο περισσότερο θεωρούσε ο νεαρός ότι κάτι πρέπει να υπήρχε εκεί. «Αλλιώς, γιατί να αρνηθεί;»Έτσι, συνέχισε να επιστρέφει στον Μιλαρέπα ξανά και ξανά.
Μεγάλα πλήθη συγκεντρώνονται πάντοτε γύρω από τους αγίους οι οποίοι διώχνουν τον κόσμο πετώντας του πέτρες. Τα πλήθη θεωρούν ότι ο άγιος πρέπει να έχει κάτι ιδιαίτερο, αλλιώς δεν θα έδιωχνε τους ανθρώπους. Δεν καταλαβαίνεις όμως ότι το να βάζεις διαφήμιση στην εφημερίδα και το να πετάς πέτρες στον κόσμο είναι το ίδιο ακριβώς κόλπο. Η διαφήμιση είναι ίδια.
Και ο δεύτερος τρόπος είναι πιο πονηρός από τον πρώτο. Όταν οι άνθρωποι διώχνονται από κάποιον που τους πετάει πέτρες, δεν καταλαβαίνουν ότι στην πραγματικότητα έλκονται από αυτόν.
Ο νεαρός νόμιζε ότι ο Μιλαρέπα του κρύβει κάτι, οπότε άρχισε να έρχεται κάθε μέρα. Στο τέλος, ο Μιλαρέπα τον βαρέθηκε κι έγραψε ένα μάντρα σε ένα χαρτί και το έδωσε στον νεαρό, λέγοντας: «Πάρε αυτό. Απόψε είναι νύχτα χωρίς φεγγάρι. Διάβασε το αυτό πέντε φορές και θα πάρεις τις δυνάμεις που θέλεις. Τώρα φύγε κι άσε με ήσυχο.»
Ο νεαρός άρπαξε το χαρτί, γύρισε την πλάτη κι έφυγε τρέχοντας. Ούτε που ευχαρίστησε τον Μιλαρέπα. Δεν είχε κατέβει ακόμα τα σκαλιά του ναού, όταν ο Μιλαρέπα του φώναξε: "Φίλε μου, ξέχασα να σου πω ότι υπάρχει ένας απαράβατος όρος γι' αυτό το μάντρα. Όταν το διαβάσεις, δεν πρέπει να έχεις καμία σκέψη στο νου σου για πιθήκους.»
Ο νεαρός είπε: «Μην ανησυχείς! Ποτέ δεν σκέφτηκα τίποτα για πιθήκους σε όλη μου τη ζωή. Απλώς πρέπει να το διαβάσω πέντε φορές. Κανένα πρόβλημα!»
Δεν είχε φτάσει στη βάση της σκάλας, όταν άρχισαν να έρχονται οι πίθηκοι. Τρόμαξε πολύ, έκλεισε τα μάτια του και υπήρχαν πίθηκοι μέσα του. Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε γύρω του και είδε παντού πιθήκους, ακόμα κι εκεί που δεν υπήρχαν. Είχε νυχτώσει και κάθε κίνηση στα δέντρα έμοιαζε να είναι πίθηκος. Οι πίθηκοι βρισκόταν παντού! Μέχρι να φτάσει στο σπίτι του, ήταν πολύ ανήσυχος, επειδή μέχρι τότε δεν είχε σκεφτεί ποτέ τους πιθήκους. Δεν είχε καμία σχέση με πιθήκους!
Έκανε μπάνιο, όμως οι πίθηκοι βρισκόταν μέσα του. Ολόκληρος ο νους του είχε μία εμμονή: πιθήκους. Τότε κάθισε να διαβάσει το μάντρα. Έβγαλε το χαρτί, έκλεισε τα μάτια του, όμως μέσα του υπήρχε ένα ολόκληρο κοπάδι από πιθήκους, που τον ενοχλούσε.
Φοβήθηκε πάρα πολύ, επέμενε όμως όλη νύχτα. Άλλαζε συνεχώς θέση στο σώμα του, έπαιρνε αυτή και την άλλη στάση της Γιόγκα, όμως οι πίθηκοι ήταν ανένδοτοι. Δεν τον άφησαν εκείνη τη νύχτα.
Μέχρι το πρωί, ο νεαρός είχε σχεδόν τρελαθεί από το φόβο του και κατάλαβε πως δεν μπορούσε να πετύχει το μάντρα της δύναμης τόσο εύκολα. Είδε ότι ο Μιλαρέπα ήταν πολύ έξυπνος και του είχε βάλει έναν πολύ δύσκολο όρο.
Ο Μιλαρέπα ήταν τρελός! Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τουλάχιστον δεν έπρεπε να τους είχε αναφέρει. Τότε πιθανόν να μπορούσε να πετύχει τη δύναμη του μάντρα.
Το πρωί, πήγε στον Μιλαρέπα κλαίγοντας και είπε: «Πάρε πίσω το μάντρα σου. Έκανες ένα μεγάλο λάθος. Αν ήταν οι πίθηκοι το εμπόδιο, τότε δεν έπρεπε να τους έχεις αναφέρει. Εγώ ποτέ δεν σκεφτόμουν πιθήκους, όλη τη νύχτα όμως οι πίθηκοι με κυνηγούσαν. Τώρα πρέπει να περιμένω για την επόμενη ζωή για να πετύχω αυτό το μάντρα της δύναμης, επειδή σ' αυτή τη ζωή το μάντρα και οι πίθηκοι έγιναν ένα. Τώρα δεν είναι δυνατόν να τους ξεφορτωθώ.»*

Το πηγάδι και η δεξαμενή
Για να σκάψει κανείς ένα πηγάδι, πρώτα πρέπει να βγάλει το χώμα και οι πέτρες κι ύστερα αρχίζει το νερό να τρέχει από τις πλευρές του πηγαδιού και να το γεμίζει. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί από κάπου αλλού. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να μετακινηθούν οι πέτρες και το χώμα.
Υπήρχαν εμπόδια και μόλις αυτά μετακινήθηκαν, εμφανίστηκε το νερό. Δεν χρειαζόταν να μεταφερθεί νερό μέσα στο πηγάδι. Το νερό βρισκόταν ήδη εκεί, απλώς έπρεπε να απομακρυνθούν τα εμπόδια.
Η γνώση βρίσκεται ήδη μέσα σου, δεν χρειάζεται να την πάρεις από κάπου αλλού. Οι πηγές της είναι κρυμμένες μέσα σου, πρέπει απλώς να απομακρυνθούν με το σκάψιμο τα εμπόδια που βρίσκονται ανάμεσα — οι πέτρες και το χώμα. Τότε Θα αρχίσουν να εμφανίζονται οι πηγές της γνώσης.
Εκτός από πηγάδι όμως, μπορεί κανείς να φτιάξει και δεξαμενή. Το να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι κάτι διαφορετικό. Λεν χρειάζεται να αναζητήσεις τη φυσική πηγή του νερού, για να φτιάξεις μια δεξαμενή. Ο τρόπος για να φτιαχτεί μια δεξαμενή είναι εντελώς αντίθετος από αυτόν που φτιάχνεις ένα πηγάδι.
Για να φτιάξεις μια δεξαμενή, δεν χρειάζεται να σκάψεις και να βγάλεις έξω τις πέτρες και το χώμα. Πρέπει να φέρεις πέτρες και χώμα από κάπου αλλού και να φτιάξεις ένα τοίχο. Κι όταν φτιαχτεί ο τοίχος, το νερό δεν έρχεται από μόνο του. Πρέπει να το φέρεις από τα πηγάδια των ανθρώπων και να το βάλεις μέσα στη δεξαμενή.
Μπορεί να βλέπεις το νερό μέσα στη δεξαμενή και να το βλέπεις και μέσα στο πηγάδι, η διαφορά όμως ανά-
μέσα στη δεξαμενή και το πηγάδι είναι όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα στη γη και τον ουρανό. Η πρώτη διαφορά είναι ότι η δεξαμενή δεν έχει δικό της νερό.
Ό,τι βρίσκεται μέσα στη δεξαμενή είναι δανεικό. Σύντομα μουχλιάζει και λιμνάζει, επειδή αυτό που είναι δανεικό, δεν είναι ζωντανό, είναι νεκρό. Το νερό που στέκεται μέσα στη δεξαμενή λιμνάζει, σαπίζει και σύντομα θα αρχίσει να βρομάει.
Το πηγάδι όμως έχει τη δική του πηγή νερού. Το νερό δεν μουχλιάζει ποτέ. Το πηγάδι έχει τη δική του πηγή ροής.
Με τη δεξαμενή και το πηγάδι συμβαίνουν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η δεξαμενή φοβάται ότι κάποιος θα της πάρει το νερό, επειδή αν φύγει το νερό, η δεξαμενή αδειάζει. Το πηγάδι όμως θέλει κάποιον να του πάρει το νερό του, ώστε να μπορεί να γεμίσει με πιο φρέσκο και ζωντανό νερό.
Το πηγάδι φωνάζει: «Πάρε το νερό μου! Θέλω να το μοιραστώ!» Η δεξαμενή φωνάζει: «Μην πλησιάζεις! Μην αγγίζεις το νερό μου! Μη μου παίρνεις το νερό μου!» Η δεξαμενή Θέλει κάποιον που έχει νερό να της το φέρνει, να το χύνει μέσα της και να τη γεμίζει, ώστε να μπορεί να μεγαλώνει η περιουσία της.
Αν όμως κάποιος έχει έναν κουβά, το πηγάδι θέλει αυτόν τον άνθρωπο να πάρει από το νερό του, ώστε να μπορέσει να ξεφορτωθεί το παλιό νερό και να βγάλει καινούργιο. Το πηγάδι θέλει να μοιράζεται, η δεξαμενή θέλει να συσσωρεύει. Το πηγάδι έχει ρυάκια, που συνδέονται με τον ωκεανό. Το πηγάδι μπορεί να φαίνεται μικρό, στο βάθος όμως συνδέεται με το άπειρο.
Όσο μεγάλη όμως κι αν φαίνεται μια δεξαμενή, δεν συνδέεται με κανέναν. Τελειώνει και κλείνει στον εαυτό της. Δεν έχει κανένα ρυάκι. Δεν έχει κανένα τρόπο να συνδεθεί με το άπειρο.
Ο νους του ανθρώπου μπορεί να γίνει είτε πηγάδι είτε δεξαμενή. Αυτές είναι οι δύο πιθανότητες για το νου του ανθρώπου. Και ο άνθρωπος που ο νους του γίνεται δεξαμενή, σιγά- σιγά θα τρελαθεί.
Όλων σας ο νους έχει γίνει δεξαμενή. Δεν έχετε φτιάξει πηγάδια, έχετε φτιάξει δεξαμενές. Μαζεύετε πράγματα από όλο τον κόσμο, από βιβλία, από ιερά κείμενο, από διδασκαλίες, τα μαζεύετε όλα αυτά και νομίζετε όπως έχετε γίνει γνώστες.
Κάνετε το ίδιο λάθος που κάνει και η δεξαμενή. Η δεξαμενή νομίζει πως είναι πηγάδι, επειδή και στα δύο μπορείς να δεις νερό μέσα τους.
Μπορείς να βρεις γνώση σε ένα διανοούμενο και σε ένα συνειδητό άνθρωπο. Ο διανοούμενος όμως είναι δεξαμενή και ο συνειδητός άνθρωπος είναι πηγάδι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους δύο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θεμελιώδης και βαθιά είναι αυτή η διαφορά. Η γνώση του διανοούμενου είναι δανεική, σάπια, μουχλιασμένη.*

Ένα βράδυ, δυο μοναχοί έφτασαν στην καλύβα τους. Ταξίδευαν επί τέσσερις μήνες, τώρα όμως, καθώς ήταν η περίοδος των βροχών, είχαν επιστρέψει στην καλύβα τους. Όταν όμως έφτασαν στην καλύβα τους, ο νεαρότερος μοναχός, ο οποίος περπατούσε μπροστά, ξαφνικά θύμωσε και στενοχωρήθηκε: Ο αέρας είχε διαλύσει τη μισή καλύβα και είχε απομείνει μόνο η άλλη μισή.
Επέστρεψαν μετά από τέσσερις μήνες, ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να ξεκουραστούν μέσα στην καλύβα, ασφαλείς από τη βροχή, μα τώρα θα είχαν δυσκολίες. Η μισή καλύβα είχε πέσει κάτω κι από την άλλη μισή, είχε παρασυρθεί απ' τον άνεμο η στέγη.
Ο νεαρός μοναχός είπε στον ηλικιωμένο του σύντροφο: «Αυτό πάει πολύ! Αυτά είναι τα πράγματα που μου γεννούν μέσα μου αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού. Οι αμαρτωλοί έχουν παλάτια στις πόλεις και δεν τους συμβαίνει τίποτα κακό, ενώ οι φτωχοί άνθρωποι σαν εμάς, που προσεύχονται μέρα νύχτα, ζουν στα χαλάσματα. Αμφιβάλω αν υπάρχει Θεός! Κάνουμε καλά και προσευχόμαστε ή μήπως κάνουμε λάθος; Μπορεί να είναι προτιμότερο να κάνουμε αμαρτίες, επειδή τα παλάτια των αμαρτωλών στέκονται στη Θέση τους, ενώ οι καλύβες των ανθρώπων που προσεύχονται, παρασέρνονται απ' τον άνεμο.»
Ο νεαρός μοναχός ήταν γεμάτος θυμό κι ένιωθε πως όλες οι προσευχές του ήταν μάταιες. Ο ηλικιωμένος του σύντροφος όμως σήκωσε τα χέρια του προς τον ουρανό κι άρχισαν να κυλούν δάκρια απ' τα μάτια του. 0 νεαρός παραξενεύτηκε. Είπε: «Τι κάνεις εκεί;»
Ο γέρος είπε: "Ευχαριστώ το Θεό, επειδή ποιος ξέρει τι μπορεί να είχε κάνει ο αέρας. Θα μπορούσε να είχε παρασύρει ολόκληρη την καλύβα, όμως ο Θεάς πρέπει να έβαλε εμπόδια στον άνεμο και μ' αυτόν τον τρόπο σώθηκε η μισή μας καλύβα. Ο Θεάς νοιάζεται τους φτωχούς ανθρώπους, γι' αυτό πρέπει κι εμείς να τον ευχαριστήσουμε. Οι προσευχές μας εισακούστηκαν, οι προσευχές μας δεν ήταν μάταιες, αλλιώς θα μπορούσε να έχει φύγει ολόκληρη η στέγη.»
Εκείνη τη νύχτα, κοιμήθηκαν και οι δύο, όπως μπορείς όμως να φανταστείς, ο καθένας τους κοιμήθηκε με διαφορετικό τρόπο. Εκείνος που ήταν γεμάτος θυμό και οργή, εκείνος που θεωρούσε ότι όλες του οι προσευχές ήταν μάταιες, άλλαζε θέση όλη νύχτα και μέσα στο νου του έκαναν αγώνα δρόμου όλων των ειδών οι έγνοιες και οι εφιάλτες. Ήταν ανήσυχος. Υπήρχαν σύννεφα στον ουρανό και πήγαινε για βροχή. Η μισή στέγη είχε φύγει Και φαινόταν ο ουρανός. Αύριο Θα άρχιζε η βροχή. Τότε, τι θα έκαναν;
Ο άλλος κοιμήθηκε πολύ βαθιά. Ποιος άλλος μπορεί να κοιμηθεί τόσο ειρηνικά, εκτός από εκείνον που είναι γεμάτος ευγνωμοσύνη μέσα του; Σηκώθηκε το πρωί τραγουδώντας και το τραγούδι έλεγε: «Ω, Κύριε, δεν ξέραμε ότι μπορεί να υπάρχει τόση ευλογία μέσα σε μια διαλυμένη καλύβα. Αν το ξέραμε από πριν, τότε δεν θα βάζαμε σε κόπο τους ανέμους σου. Θα βγάζαμε από μόνοι μας τη μισή στέγη.
"Επειδή η μισή στέγη έλειπε, όποτε άνοιγα τα μάτια μου, στη διάρκεια της νύχτας, έβλεπα τα αστέρια και τα σύννεφα, που μαζευόταν στον ουρανό σου. Και τώρα που δα αρχίσουν οι βροχές, θα είναι ακόμα πιο όμορφα, επειδή με τη μισή στέγη να έχει φύγει, θα μπορούμε να ακούμε τη μουσική από τις σταγόνες της βροχής ακόμα πιο καθαρά.
«Ήμασταν βλάκες. Έχουμε περάσει τόσες εποχές βροχών μέσα στην καλύβα. Δεν είχαμε ιδέα τι χαρά είναι να είσαι εκτεθειμένος στον ουρανό και στον άνεμο και στη βροχή. Αν το είχαμε αντιληφθεί, δεν θα βάζαμε σε κόπο τους ανέμους σου. Θα είχαμε ξεφορτωθεί από μόνοι μας τη μισή στέγη.»
Ο νεαρός ρώτησε; Τι είναι αυτά που ακούω; Τι είναι όλη αυτή η ανοησία; Τι είναι όλη αυτή η τρέλα; Τι λες;»
Ο γέρος είπε: «Έχω κοιτάξει βαθιά τα πράγματα και η εμπειρία μου είναι πως οτιδήποτε μας κάνει πιο χαρούμενους είναι η σωστή κατεύθυνση για μας στη ζωή, ενώ οτιδήποτε μας κάνει να υποφέρουμε περισσότερα είναι η λάθος κατεύθυνση.
"Ευχαρίστησα το Θεό και η ευδαιμονία μου μεγάλωσε. Εσύ θύμωσες με το Θεό και η αγωνία σου μεγάλωσε. Εσύ ήσουν ανήσυχος χθες βράδυ, εγώ κοιμήθηκα ειρηνικά.
Τώρα μπορώ να τραγουδάω κι εσύ βράζεις από θυμό. Κατάλαβα πολύ νωρίς ότι η κατεύθυνση στην οποία η ζωή γίνεται πιο ευδαιμονική είναι η σωστή κατεύθυνση. Κι έχω επικεντρώσει όλη μου τη συνειδητότητα προς αυτή την κατεύθυνση.
Δεν γνωρίζω αν υπάρχει Θεός ή όχι. Δεν γνωρίζω αν έχει ακούσει τις προσευχές μας ή όχι, η δική μου απόδειξη όμως είναι ότι εγώ είμαι χαρούμενος και χορεύω, ενώ εσύ κλαις και θυμώνεις κι ανησυχείς. Η ευδαιμονία μου αποδεικνύει ότι ο δικός μου τρόπος ζωής είναι σωστός και η αγωνία σου αποδεικνύει ότι ο δικός σου τρόπος ζωής είναι λάθος.»*

Ο προφήτης Μωάμεθ ήρθε με έναν φίλο του και συνοδό σε μια πόλη να κάνει κήρυγμα. Ένας από τους πολίτες τον πλησίασε και του είπε:
– Δάσκαλε! Οι κάτοικοι αυτής της πόλης είναι ανόητοι. Όλοι είναι πεισματάρηδες σαν γαϊδούρια και δε θέλουν να μάθουν τίποτε. Δε θα καταφέρεις να τους βάζεις στον σωστό δρόμο.
Ο προφήτης τον άκουσε προσεκτικά και είπε:
– Έχεις δίκαιο!
Σε λίγο τον πλησίασε ένας άλλος άνθρωπος και με ενθουσιασμό του είπε:
– Αγαπητέ Δάσκαλε! Βρίσκεσαι σε μια ευλογημένη πόλη. Ο κόσμος με ανυπομονησία περιμένει ν’ ακούσει τον ιερό λόγο σου.
Ο Μωάμεθ χαμογέλασε και ξανά είπε:
– Έχεις δίκαιο!
Τότε ο συνοδός του είπε:
– Δεν κατάλαβα, πώς είναι δυνατόν να έχουν δίκαιο και οι δυο αφού ο καθένας ισχυριζόταν το αντίθετο;
Ο προφήτης απάντησε:
– Ο καθένας βλέπει την κατάσταση έτσι όπως θέλει. Ο ένας βλέπει μόνο το κακό, ο άλλος μόνο το καλό. Θα μπορούσες να πεις πως ο ένας απ’ αυτούς είπε ψέμα, αφού οι άνθρωποι εδώ όπως και παντού σ’ όλο τον κόσμο είναι ταυτόχρονα και καλοί και κακοί. Ο καθένας απ’ αυτούς τους δυο δε μου είπε ψέμα, αλλά είπε όχι την ολοκληρωμένη αλήθεια.*

Ο φιλαλήθης κλέφτης
Σ’ έναν γνωστό σοφό έφεραν έναν νεαρό κλέφτη που έπιασαν στον τόπο του εγκλήματος. Αφού ήταν πολύ νέος δεν ήθελαν να τον τιμωρήσουν σύμφωνα με τον αυστηρό νόμο. Από τον σοφό γέροντα ο κόσμος ήθελε να οδηγήσει τον νεαρό στον σωστό δρόμο.
Συζητούσαν παραπάνω από μια ώρα και ο γέροντας ούτε μια λέξη είπε για την κλεψιά. Η συζήτηση ήταν φιλική και ο σοφός μιλούσε ανοιχτόκαρδα και κατέκτησε την εμπιστοσύνη του νεαρού κλέφτη. Το μοναδικό που ζήτησε ο γέροντας ήταν η υπόσχεση ότι ο νεαρός πάντα πρέπει να πει την αλήθεια. Χαρούμενος πως όλα τελείωσαν καλά ο νεαρός έδωσε την υπόσχεσή του και με ελαφρύ καρδιά πήγε στο σπίτι του.
Πέρασαν μερικές μέρες και μια νύχτα ήρθε η σκέψη για να πάει να κλέψει. Όμως, όταν πήδηξε πάνω από τον φράχτη στην αυλή του σπιτιού που ήθελε να κάνει την κλεψιά, ξαφνικά σκέφτηκε: «Αν τώρα συναντήσω κάποιον, τι θα του πω; Αν του πω την αλήθεια, όπως υποσχέθηκα, τότε θα πάω φυλακή».
Απ’ αυτή τη στιγμή ο νεαρός προσπαθούσε πάντα να λέει την αλήθεια και κατάφερε να ξεπεράσει την εγκληματική του συνήθεια. Η φιλαλήθεια του άνοιξε το δρόμο προς την τιμιότητα και το δίκαιο.*

Το πουκάμισο του ευτυχισμένου ανθρώπου
Ο χαλίφης ετοιμοθάνατος κειτόταν στο πολυτελή κρεβάτι του μέσα στα μεταξένια μαξιλάρια του. Οι καλύτεροι γιατροί της χώρας στεκόταν γύρο του συζητώντας πως μπορούν να τον θεραπεύσουν. Τελικά αποφάσισαν ότι τον χαλίφη μπορεί να σώσει μόνο αν φοράει το πουκάμισο του ευτυχισμένου ανθρώπου. Οι υπηρέτες και οι απεσταλμένοι του χαλίφη αμέσως σαν σμήνος μελισσών πετάξανε σε όλες τις γωνιές της χώρας για να βρουν τον ευτυχισμένο άνθρωπο. Όμως, όλοι τους οποίους ρωτούσαν για την ευτυχία, τους έλεγαν για της συμφορές και λύπες τους. Όταν ήδη έχασαν την ελπίδα πως υπάρχει τέτοιος άνθρωπος συνάντησαν έναν βοσκό που χαρούμενα τραγουδούσε και βοσκούσε το κοπάδι του.
– Είσαι ευτυχισμένος; τον ρώτησαν οι απεσταλμένοι.
– Δε γνωρίζω άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από μένα, είπε με χαμόγελο ο βοσκός.
– Τότε δώσε μας το πουκάμισό σου, θα σε πληρώσουμε σαν να είναι από χρυσό, φώναξαν οι απεσταλμένοι.
– Εγώ δεν έχω πουκάμισο.
Αυτοί η παράξενη είδηση πως ο μοναδικός ευτυχισμένος άνθρωπος δεν έχει πουκάμισο έφτασε και στον χαλίφη και τον έκανε να καλοσκεφτεί τα περί ζωής. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κανέναν δεν άφηνε να μπει μέσα στην κρεβατοκάμαρά του. Την τέταρτη ημέρα φώναξε τους υπηρέτες του και τους διέταξε να χαρίσουν στο λαό τα μεταξένια μαξιλάρια του και όλα τα χρυσαφικά του.
Και όπως λέει η ιστορία ο χαλίφης απ’ αυτή την ημέρα πάντα ήταν υγιής και ευτυχισμένος.*

Μια φορά και ένα καιρό, συγκεντρώθηκαν σε κάποιο μέρος της γης
όλα τα συναισθήματα και οι αξίες του ανθρώπου.
Η Τρέλα, αφού συστήθηκε τρεις φορές στην Ανία, της πρότεινε να παίξουν κρυφτό.
Το ενδιαφέρον σήκωσε το φρύδι και περίμενε να ακούσει, ενώ η Περιέργεια χωρίς να μπορεί να κρατηθεί ρώτησε:
– Τι είναι το κρυφτό;
Ο Ενθουσιασμός άρχισε να χορεύει παρέα με την Ευφορία και η Χαρά άρχισε να πηδάει πάνω κάτω για να καταφέρει να πείσει το Δίλημμα και την Απάθεια την οποία
δεν την ενδιέφερε τίποτα-να παίξουν και αυτοί.
Αλλά υπήρχαν πολλοί που δεν ήθελαν να παίξουν.
Η Αλήθεια δεν ήθελε να παίξει γιατί ήξερε ότι, ούτως η άλλως,
κάποια στιγμή θα την αποκάλυπταν.
Η Υπεροψία έβρισκε το παιχνίδι χαζό και άνανδρο και δεν ήθελε να ρισκάρει.
“…ένα δύο τρία…” άρχισε να μετράει η Τρέλα.
Η πρώτη που κρύφτηκε ήταν η Τεμπελιά.
Μιας και βαριότανε, κρύφτηκε στον πρώτο βράχο που συνάντησε.
Η Πίστη, πέταξε στους ουρανούς και η Ζήλια κρύφτηκε στη σκιά του Θριάμβου,
ο οποίος με τη δύναμή του κατάφερε να σκαρφαλώσει στο πιο ψηλό δέντρο.
Η Γενναιοδωρία δεν μπορούσε να κρυφτεί γιατί κάθε μέρος που έβρισκε της φαινόταν υπέροχο μέρος για να κρυφτεί κάποιος άλλος φίλος της, οπότε το άφηνε ελεύθερο.
Κι έτσι η Γενναιοδωρία κρύφτηκε σε μία ηλιαχτίδα.
Ο Εγωισμός αντιθέτως, βρήκε αμέσως κρυψώνα, ένα καλά κρυμμένο και βολικό μέρος μόνο γι` αυτόν. Το Ψέμα πήγε και κρύφτηκε στον πάτο του ωκεανού.
Το Πάθος και ο Πόθος κρύφτηκαν μέσα σε ένα ηφαίστειο.
Ο Έρωτας δεν είχε βρει ακόμα κάπου να κρυφτεί.
Έβρισκε όλες τις κρυψώνες πιασμένες, ώσπου βρήκε ένα θάμνο από τριαντάφυλλα και κρύφτηκε εκεί.
“.......1000” μέτρησε η Τρέλα και άρχισε να ψάχνει. Την πρώτη που βρήκε ήταν η Τεμπελιά, αφού δεν είχε κρυφτεί και πολύ μακριά. Μετά την Πίστη, που μίλαγε στον ουρανό με τον Θεό. Ένιωσε τον ρυθμό του Πόθου και του Πάθους στο βάθος του ηφαιστείου και αφού βρήκε τη Ζήλια δεν ήταν καθόλου δύσκολο να βρει και τον Θρίαμβο.
Βρήκε πολύ εύκολα το Δίλημμα που δεν είχε αποφασίσει ακόμη που να κρυφθεί.
Σιγά σιγά τους βρήκε όλους εκτός από τον Έρωτα.
Η Τρέλα έψαχνε παντού, πίσω από κάθε δέντρο, κάτω από κάθε πέτρα, σε κάθε κορυφή βουνού μα τίποτα. Όταν ήταν σχεδόν έτοιμη να τα παρατήσει, άκουσε κάτι στο θάμνο από τριαντάφυλλα και άρχισε να κουνάει νευρικά ώσπου άκουσε ένα βογκητό πόνου. Ήταν ο Έρωτας που τα αγκάθια από τα τριαντάφυλλα του είχαν πληγώσει τα μάτια.
Η Τρέλα δεν ήξερε πως να επανορθώσει!
Έκλαιγε, ζήταγε συγγνώμη και στο τέλος υποσχέθηκε να γίνει οδηγός του Έρωτα.
Έτσι από τότε, ο Έρωτας είναι πάντα τυφλός και η Τρέλα πάντα τον συνοδεύει!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: